Ο Hermann Julius Oberth, που μαζί με τον Ρώσο Konstantin Tsiolkovsky και τον Αμερικανό Robert Goddard συγκαταλέγονται στους πρωτοπόρους της τεχνολογίας των πυραύλων και της αστροναυτικής, γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου 1894 σε μια μικρή πόλη της Τρανσυλβανίας. Όπως και ο Tsiolkovsky πριν απ’ αυτόν, η γνωριμία του με τα βιβλία του Ιουλίου Βερν αποτελεί ορόσημο στην παιδική του ηλικία, διαμορφώνοντας από τα 11 κιόλας χρόνια του τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην επιστήμη της πυραυλικής και της αεροναυτικής. Έχοντας διαβάσει ξανά και ξανά το βιβλίο «Από τη Γη στη Σελήνη», σε ηλικία 14 ετών κατασκευάζει τον πρώτο του πύραυλο. Σε αυτά τα πρώτα νεανικά του πειράματα, ανεξάρτητα από τον Tsiolkovsky και τον Goddard, καταλήγει στην ιδέα του πυραύλου πολλαπλών ορόφων.

Το 1912 ο Oberth σπουδάζει ιατρική στο Μόναχο, και δύο χρόνια αργότερα λαμβάνει μέρος στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιωτικός ιατρός. Όπως έλεγε ο ίδιος αργότερα, το σημαντικότερο πράγμα που μαθαίνει από την εμπειρία αυτή ήταν ότι δεν θέλει να γίνει γιατρός. Έτσι, με το πέρας του πολέμου παραμένει στη Γερμανία, όπου και συνεχίζει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, αυτή τη φορά όμως στη φυσική. Το 1922 η διδακτορική του διατριβή στην επιστήμη της πυραυλικής απορρίπτεται ως «ουτοπική». Παρ’ όλα αυτά δημοσιεύει ο ίδιος την περίληψή της σε ένα δοκίμιο 92 σελίδων με τίτλο Die Rakete zu den Planetenräumen («Προς το πλανητικό Διάστημα με τη χρήση πυραύλων»), ενώ το 1929 την διευρύνει στην κλασική πλέον μονογραφία του με τίτλο Wege zur Raumschiffahrt («Τρόποι διαστημικών πτήσεων»).

Η απόφασή του να μην καταθέσει άλλη διδακτορική διατριβή είναι συνειδητή. Όπως έλεγε κι ο ίδιος, την απόφασή του αυτή την πήρε «… θέλοντας να αποδείξω ότι είμαι ικανός να γίνω καλύτερος επιστήμονας από κάποιους από εσάς, έστω και χωρίς τον τίτλο του διδάκτορα». Εν τέλει λίγα χρόνια αργότερα θα του απονεμηθεί ο τίτλος του διδάκτορα φυσικής από το Πανεπιστήμιο Babes-Bolyai της Ρουμανίας. Μεταξύ του 1928 και του 1929 ο Oberth εργάζεται παράλληλα στο Βερολίνο ως επιστημονικός σύμβουλος στην παραγωγή της ταινίας «Γυναίκα στο Φεγγάρι» του Fritz Lang. Ήταν η πρώτη ταινία στα χρονικά, σκηνές της οποίας διαδραματίζονται στο Διάστημα. Κατά τη διεξαγωγή μάλιστα ενός πειράματος που σχεδίασε γι’ αυτή την ταινία, θα χάσει την όραση του αριστερού του ματιού.

Το φθινόπωρο του 1929 ο Oberth εκτοξεύει τον πρώτο του πύραυλο υγρών καυσίμων με την βοήθεια των φοιτητών του από το τεχνικό πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στην ομάδα των φοιτητών του περιλαμβανόταν και ο Wernher von Braun, ένας σχεδόν άγνωστος τότε νέος, ο οποίος αρκετά χρόνια αργότερα τέθηκε επικεφαλής του γερμανικού προγράμματος ανάπτυξης των ιπτάμενων βομβών-πυραύλων V2, ενώ με το πέρας του πολέμου συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη του διαστημικού προγράμματος των ΗΠΑ, κατασκευάζοντας μεταξύ άλλων και τους πυραύλους Saturn V, που μετέφεραν τον πρώτο άνθρωπο στο Φεγγάρι.

Στη διάρκεια του Πολέμου, ο ίδιος ο Oberth εργάζεται κυρίως στην έρευνα για την κατασκευή αντιαεροπορικών βλημάτων. Με τη λήξη του όμως μεταβαίνει στην Ελβετία, όπου και εργάζεται ως ανεξάρτητος σύμβουλος και συγγραφέας. Το 1950 μετακομίζει στην Ιταλία, ολοκληρώνοντας την έρευνά του για τα αντιαεροπορικά βλήματα, εργαζόμενος αυτή τη φορά για το Ιταλικό ναυτικό. Τρία χρόνια αργότερα, επιστρέφει στην Νυρεμβέργη, όπου και δημοσιεύει το βιβλίο του Menschen im Weltraum («Άνθρωπος στο Διάστημα»), στο οποίο περιγράφει μεταξύ άλλων τις ιδέες του για την κατασκευή διαστημικών τηλεσκοπίων, πολλά χρόνια πριν αυτά γίνουν πραγματικότητα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εργαζόμενος υπό την διεύθυνση του πρώην μαθητή του von Braun, στην ανάπτυξη των διαστημικών πυραύλων στο Huntsville της Αλαμπάμα. Εκεί μεταξύ άλλων θα ολοκληρώσει και το βιβλίο του για την «Ανάπτυξη της Διαστημικής Τεχνολογίας την Ερχόμενη Δεκαετία». Το 1958 ο Oberth επιστρέφει στη Γερμανία δημοσιεύοντας νέες μελέτες του για την εξερεύνηση της Σελήνης, προτείνοντας μεταξύ άλλων την κατασκευή ενός σεληνιακού οχήματος. Επιστρέφοντας στην Αμερική το 1960 ο Oberth εργάζεται στην εταιρία Convair ως τεχνικός σύμβουλος για την κατασκευή των πυραύλων Atlas. Δύο χρόνια αργότερα, όμως, σε ηλικία 68 ετών, θα αποσυρθεί από την επιστημονική έρευνα του Διαστήματος εντελώς. Το τέλος της ζωής του θα τον βρει στην Νυρεμβέργη, όπου και αφήνει την τελευταία του πνοή στις 28 Δεκεμβρίου 1989.

Για ένα πράγμα δεν θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει τον Oberth: ότι έθετε ταπεινούς στόχους. Τους περιέγραψε άλλωστε ξεκάθαρα στον επίλογο του βιβλίου του «Ο Άνθρωπος στο Διάστημα»: «…να προσφέρουμε στην ανθρωπότητα κάθε τόπο που ευνοεί την ανάπτυξη της ζωής και να καταστήσουμε κατοικήσιμους όλους τους κόσμους που μέχρι σήμερα δεν είναι και να δώσουμε έτσι νόημα στην έννοια της ζωής».

Το απόσπασμα αυτό εμπεριέχεται στο βιβλίο Από την Γη στην Σελήνη, των Αλέξη Δεληβοριά και Διονύση Σιμόπουλου, και μπορείτε να το διαβάσετε στον ακόλουθο σύνδεσμο:

e_s00013.pdf (eef.edu.gr)

Για ανάρτηση στις 30 Ιουνίου

Σαν σήμερα, το 2001, εκτοξεύεται ο δορυφόρος WMAP για την μελέτη της θερμικής αναλαμπής του αρχέγονου Σύμπαντος

Ο δορυφόρος WMAP (Wilkinson Microwave Anisotropy Probe) εκτοξεύθηκε στις 30 Ιουνίου του 2001 από το ακρωτήριο Κανάβεραλ για την καταμέτρηση της θερμοκρασίας της κοσμικής μικροκυματικής ακτινοβολίας υποβάθρου (KAMY).

Τι ακριβώς είναι η ακτινοβολία αυτή; Από την απαρχή της κοσμολογικής διαστολής και για τα επόμενα 380.000 χρόνια περίπου, η θερμοκρασία του βρεφικού Σύμπαντος παρέμενε απαγορευτικά υψηλή για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων. Η ύλη, δηλαδή, παρέμενε πλήρως ιονισμένη και αποτελούνταν κυρίως από πυρήνες υδρογόνου και ηλίου που είχαν συντηχθεί στην διάρκεια της αρχέγονης πυρηνοσύνθεσης, λίγα μόνο λεπτά μετά την Μεγάλη Έκρηξη, όταν η θερμοκρασία του Σύμπαντος ήταν 1 δισ. ºC, καθώς και από ελεύθερα ηλεκτρόνια. Εξαιτίας, μάλιστα, της μεγάλης της πυκνότητας, τα φωτόνια της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σκεδάζονταν διαρκώς από τα ηλεκτρόνια και δεν μπορούσαν να διαφύγουν ελεύθερα στο Διάστημα. Με άλλα λόγια, καθ’ όλη την διάρκεια αυτής της περιόδου, το Σύμπαν ήταν αδιαφανές στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Ωστόσο, 380.000 χρόνια αργότερα, η θερμοκρασία του Σύμπαντος είχε μειωθεί στους 3.000 ºC. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους πυρήνες υδρογόνου και ηλίου να ενωθούν με τα ηλεκτρόνια, σχηματίζοντας για πρώτη φορά ουδέτερα άτομα και αποδεσμεύοντας την ακτινοβολία από την ύλη.

Καθώς, δηλαδή, η «ομίχλη» των ηλεκτρονίων διαλύεται, το Σύμπαν καθίσταται διαφανές στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, η οποία μπορεί πλέον να διασχίζει το Διάστημα ανεμπόδιστα. Έκτοτε, το Σύμπαν συνέχισε να διαστέλλεται και να ψύχεται, και η ακτινοβολία αυτή έχανε ενέργεια, ενώ το μήκος κύματος των φωτονίων της «ξεχείλωνε» διαρκώς, φτάνοντας σήμερα να αντιστοιχεί στα μικροκύματα. Αυτά τα φωτόνια αποτελούν το πλέον αρχέγονο φως που μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο Σύμπαν και απαρτίζουν την κοσμική μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου.

Αυτή η θερμική αναλαμπή του υπέρθερμου βρεφικού Σύμπαντος προβλέφθηκε θεωρητικά προτού ανακαλυφθεί τυχαία το 1964 από τους Arno Penzias (1933–) και Robert Wilson (1941–), οι οποίοι τιμήθηκαν για την ανακάλυψή της με το Νόμπελ Φυσικής το 1978. Η κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου αποτελεί τον τρίτο από τους θεμελιώδεις παρατηρησιακούς πυλώνες, πάνω στους οποίους εδράζεται η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, ενώ μελετήθηκε ακόμη πιο διεξοδικά χάρη στα δεδομένα του δορυφόρου Planck που εκτοξεύθηκε τον Μάιο του 2009.

Περισσότερες πληροφορίες για το WMAP και την κοσμική ακτινοβολία  υποβάθρου:

Wmap: 9 χρόνια παρατηρήσεων - ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΓΕΝΙΔΟΥ (eef.edu.gr)

anazhtwntas-thn-skoteinh-ulh_web.pdf (eef.edu.gr)

Φωτογραφία: Καλλιτεχνική αναπαράσταση του δορυφόρου WMAP

Credit: NASA/WMAP Science Team

 

π