Ο δορυφόρος WMAP, που τέθηκε σε τροχιά στις 30 Ιουνίου 2001 προκειμένου να ανιχνεύσει τη μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου και να μετρήσει τις μικροσκοπικές θερμοκρασιακές της διακυμάνσεις, συνέλεξε τα τελευταία επιστημονικά του δεδομένα στις 20 Αυγούστου 2010, ολοκληρώνοντας με τον καλύτερο τρόπο 9 χρόνια παρατηρήσεων.

Η ανάλύση των δεδομένων αυτών βοήθησε τους επιστήμονες να επιβεβαιώσουν τις βασικές αρχές του Καθιερωμένου Προτύπου της Κοσμολογίας, της ευρύτερης δηλαδή θεωρίας που περιγράφει τη δομή και την εξέλιξη του σύμπαντος από την Εποχή του Πληθωρισμού μέχρι σήμερα.

Καθώς ο κύκλος της συλλογής δεδομένων έκλεινε οριστικά, οι επιστήμονες που ελέγχουν την πλοήγηση του WMAP από τη Γη πυροδότησαν τις προωθητικές μηχανές του στις 8 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να τον απομακρύνουν από την τροχιά λειτουργίας του γύρω από το σημείο L2, 1,5 εκατομμύρια μακριά από τη Γη και αντιδιαμετρικά από τον Ήλιο, και να το σταθμεύσουν μόνιμα πλέον σε μια ανενεργή τροχιά γύρω από τον Ήλιο.

Η NASA, όμως, αναγνωρίζοντας τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις που προέκυψαν από την επιστημονική ανάλυση των δεδομένων του WMAP, θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί το διαστημικό αυτό πρόγραμμα για δύο ακόμη έτη, προκειμένου να ολοκληρωθεί η πλήρης ανάλυση των δεδομένων που συνέλεξε κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων της λειτουργίας του. Οι μικροσκοπικές θερμοκρασιακές διακυμάνσεις της κοσμικής ακτινοβολίας υποβάθρου ανιχνεύτηκαν για πρώτη φορά από το δορυφόρο της NASA COBE το 1992.

Ο δορυφόρος WMAP όμως βελτίωσε τόσο πολύ τις πρώτες αυτές μετρήσεις, που όπως δήλωσε πρόσφατα ο αστροφυσικός Gary Hinshow του Κέντρου Διαστημικών Πτήσεων Goddard και επικεφαλής της ομάδας ανάλυσης δεδομένων για το συγκεκριμένο δορυφόρο «άνοιξε ένα νέο παράθυρο στο βρεφικό σύμπαν, που δύσκολα θα μπορούσε να το φανταστεί η προηγούμενη γενιά των αστρονόμων».

Η κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου είναι το πλέον αρχέγονο φως που μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο σύμπαν, η θερμική αναλαμπή του υπέρθερμου βρεφικού σύμπαντος, που απελευθερώθηκε μόλις 380.000 έτη μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, προτού δηλαδή σχηματιστούν τα πρώτα άστρα και οι πρώτοι γαλαξίες. Καθώς το νεαρό σύμπαν συνέχισε να διαστέλλεται και να ψύχεται για τα επόμενα 13 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια μέχρι σήμερα, το αρχέγονο αυτό φως έχανε συνεχώς ενέργεια και το μήκος κύματος που του αντιστοιχούσε συνεχώς «ξεχείλωνε», φτάνοντας σήμερα να αντιστοιχεί στο μικροκυματικό τμήμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Η θερμοκρασία που αντιστοιχεί σε αυτήν την αρχέγονη ακτινοβολία δεν υπερβαίνει σήμερα τους 2,7 βαθμούς πάνω από το απόλυτο μηδέν.

Οι ανακαλύψεις που προέκυψαν από την επιστημονική ανάλυση των δεδομένων που συνέλεξε το WMAP είναι εντυπωσιακές. Μία μάλιστα από αυτές έχει καταχωρηθεί και στο Βιβλίο Guinness ως ο ακριβέστερος προσδιορισμός της ηλικίας του σύμπαντος που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Πραγματικά, χάρη στο WMAP γνωρίζουμε σήμερα ότι το σύμπαν έχει ηλικία 13,73 δισεκατομμύρια έτη, με βαθμό σφάλματος που δεν υπερβαίνει το 1%.

Χάρη στο WMAP γνωρίζουμε ακόμη με βεβαιότητα ότι η συνηθισμένη ύλη από την οποία αποτελούμαστε εμείς οι ίδιοι αλλά και τα αναρίθμητα άστρα του σύμπαντος αντιστοιχεί μόλις στο 4,6% της συνολικής μάζας και ενέργειας που εμπεριέχει το σύμπαν, ενώ το 23,3% αντιστοιχεί στη σκοτεινή ύλη, η οποία κατά πάσα πιθανότητα αποτελείται από παράξενα υποατομικά σωματίδια, γνωστά ως WIMPS, τα οποία όμως μέχρι τώρα δεν έχουν ανιχνευτεί. Το υπόλοιπο 72,1 της συνολικής ύλης-ενέργειας του σύμπαντος αντιστοιχεί στην ακόμη πιο παράξενη και μυστήρια σκοτεινή ενέργεια, ένα είδος απωστικής βαρύτητας που προκαλεί την επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος.

Μία ακόμη σημαντική επιτυχία του WMAP σχετίζεται με τα πρώτα στάδια εξέλιξης του σύμπαντος σε μία ακόμη πιο αρχέγονη εποχή, γνωστή ως η εποχή του Πληθωρισμού. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 κοσμολόγοι, όπως ο Έλληνας Δημοσθένης Καζάνας και ο Αμερικανός Alan Guth, υποστήριξαν ότι μέσα στο πρώτο απειροελάχιστο χρονικό διάστημα μετά την εμφάνιση του σύμπαντος, το ίδιο το σύμπαν θα πρέπει να διογκώθηκε με έναν ταχύτατο, εκθετικό ρυθμό που αύξησε το μέγεθός του εντυπωσιακά, προτού η διαστολή του επανέλθει στον επιβραδυνόμενο ρυθμό που προέβλεπε η κλασική θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης.

Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί επιστήμονες έθεσαν τις βάσεις της Πληθωριστικής Κοσμολογίας, προτείνοντας μια σειρά από διαφορετικά πληθωριστικά «σενάρια». Κανένα όμως δεν έχει συναντήσει μέχρι σήμερα την καθολική αποδοχή της επιστημονικής κοινότητας.

Για πρώτη φορά όμως, και χάρη στα δεδομένα του WMAP, μπορούμε τώρα να απορρίψουμε ορισμένα από αυτά, εντοπίζοντας παράλληλα ισχυρότερα ορίσματα για κάποια άλλα.

Όπως δήλωσε ο Charles Bennett, κύριος ερευνητής του WMAP, το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή έχουμε τώρα τη δυνατότητα να διακρίνουμε τι ενδεχομένως συνέβη και τι όχι κατά τη διάρκεια ενός απειροελάχιστου χρονικού διαστήματος, σχεδόν αμέσως μετά την εμφάνιση του σύμπαντος και πριν από περισσότερα από 13 δισεκατομμύρια χρόνια είναι πραγματικά εντυπωσιακό.

π