Όπως για όλα τα συναισθήματα, έτσι και για την αγάπη, υπάρχει συσχέτιση της εμπειρίας του συναισθήματος με τη λειτουργία κάποιου κυκλώματος νευρώνων του εγκεφάλου και με χημικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον οργανισμό μας.

Η ρομαντική αγάπη είχε για πολλά χρόνια διαφύγει της προσοχής των επιστημόνων, γεγονός που έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Αρχικά, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης μόνο για τους ψυχολόγους, ενώ πλέον υπάρχουν αρκετές έρευνες που μελετούν την αγάπη σε ένα νευροεπιστημονικό πλαίσιο.

Αν έπρεπε να δώσουμε μια απάντηση στο για ποιο λόγο είναι ανάγκη να ερωτευόμαστε και να αγαπάμε τους συντρόφους μας, η ιδέα είναι η εξής. Η αγάπη στους ανθρώπους μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με τις συμπεριφορές φλερτ που συναντώνται σε κατώτερα θηλαστικά (π.χ. αρουραίοι) και σχετίζονται με την επιλογή συντρόφου για αναπαραγωγή. Από μία εξελικτική σκοπιά, η αξία της αγάπης έγκειται στη διαμόρφωση στενού δεσμού μεταξύ σεξουαλικά ώριμων ατόμων, με «σκοπό» να κρατήσει μαζί τους γονείς για το χρονικό διάστημα που απαιτείται ώστε να μεγαλώσουν με επιτυχία τον απόγονο ή τους απογόνους τους. Ανάλογα με τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος και ανάλογα με την ευρύτερη κοινωνική τους συμπεριφορά, τα διάφορα θηλαστικά εμφανίζουν διαφορετικού τύπου δεσμούς ενηλίκων, από σχέσεις ζωής έως πολυγαμικές συμπεριφορές.

Βασικό ρόλο στην αγάπη παίζουν το σύστημα ανταμοιβής ντοπαμίνης του εγκεφάλου και δύο ορμόνες, η οξυτοκίνη και η βασοπρεσίνη.

Το σύστημα ανταμοιβής ντοπαμίνης είναι ένα σύστημα νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη ως σηματοδοτικό μόριο, και έχει κεντρικό ρόλο στην υποκίνηση διάφορων συμπεριφορών και στην επεξεργασία της προσλαμβανόμενης ανταμοιβής. Το σύστημα αυτό διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη συσχετιστική μάθηση, στη λήψη αποφάσεων και μεσολαβεί στο βίωμα θετικών συναισθημάτων, κυρίως της ευχαρίστησης. Η οξυτοκίνη και η βασοπρεσίνη είναι οι δύο ορμόνες που, στην περίπτωση της αγάπης, αλληλεπιδρούν με το σύστημα αυτό και οδηγούν στην παραγωγή ντοπαμίνης, η οποία είναι σημαντική για τη δημιουργία δεσμών ζευγαριού, καθώς καθιστά τις ρομαντικές σχέσεις και την αγάπη μια ικανοποιητική εμπειρία. Μάλιστα, διαφορετική κατανομή ή πυκνότητα των υποδοχέων των δύο αυτών ορμονών στον εγκέφαλο οδηγεί σε υιοθέτηση διαφορετικών στρατηγικών ζευγαρώματος και τύπου δεσμού σε κατώτερα θηλαστικά.

Δεν είναι απαραίτητα υπερβολή κάποιος να ισχυριστεί ότι η αγάπη είναι εθισμός, μιας και τα μονοπάτια νευρώνων που ενεργοποιούνται στην αγάπη και τη διαμόρφωση δεσμών είναι κατά πολύ όμοια με εκείνα που ενεργοποιούνται σε συμπεριφορές εθισμού!

Φυσικά, τα όσα συμβαίνουν κατά τη «διάρκεια της αγάπης» είναι αρκετά πιο περίπλοκα, με ένα σύνολο ορμονών και εγκεφαλικών περιοχών να λαμβάνουν μέρος και να αλληλεπιδρούν με τρόπους που ακόμα δεν έχουμε πλήρως διαλευκάνει. Οι ψυχολόγοι έχουν χωρίσει τις ρομαντικές σχέσεις σε τρία στάδια, καθένα από τα οποία έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και νευροβιολογικό υπόβαθρο: το στάδιο του έρωτα, το στάδιο της παθιασμένης αγάπης και το στάδιο της συντροφικής αγάπης. Τα όσα αναφέρθηκαν αφορούν κατά βάση το δεύτερο στάδιο, το επονομαζόμενο και ως στάδιο της «παθιασμένης αγάπης», όπου κυρίως διαμορφώνεται το δέσιμο μεταξύ του ζευγαριού.

 

Βιβλιογραφία

De Boer, A., Van Buel, E. M., & Ter Horst, G. J. (2012), Love is more than just a kiss: a neurobiological perspective on love and affection. Neuroscience, 201, 114-124.

Edwards, S., & Self, D. W. (2006), Monogamy: dopamine ties the knot. Nature Neuroscience, 9(1), 7-8.Fisher H (1998) Lust, attraction, and attachment in mammalian reproduction. Hum Nat 9:23–52.

García, C. Y. (1998), Temporal course of the basic components of love throughout relationships. Psychology in Spain, 2(1), 76-86.

Schultz, W. (2015), Neuronal reward and decision signals: from theories to data. Physiological reviews, 95(3), 853-951.

Young LJ, & Wang Z (2004), The neurobiology of pair bonding. Nat Neurosci, 7(10):1048–1054.

κετ