Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και παράλληλα με τον αμερικανοσοβιετικό ανταγωνισμό για την κατάκτηση της Σελήνης, οι διαστημικές υπηρεσίες των δύο υπερδυνάμεων είχαν ξεκινήσει και τις πρώτες προσπάθειες για την εξερεύνηση των άλλων πλανητών του Ηλιακού συστήματος (φωτογρ. NASA). Έκτοτε, οι γνώσεις μας γι’ αυτούς διευρύνθηκαν κατά πολύ.

Σε αυτό το άρθρο θα απαριθμήσουμε συνοπτικά κάποιες μόνο από τις δεκάδες αποστολές που έχουν υλοποιηθεί ως τώρα, γι’ αυτόν τον σκοπό.

Ξεκινώντας την παρουσίασή μας αυτή από τον Ερμή, τον εσώτατο πλανήτη του Ηλιακού μας συστήματος, μόλις δύο διαστημικές αποστολές τον έχουν επισκεφθεί μέχρι στιγμής.

Η πρώτη απ’ αυτές υλοποιήθηκε το 1974–75, με την βοήθεια του διαστημικού οχήματος Mariner 10 της NASA, το οποίο κατόρθωσε να φωτογραφίσει σχεδόν την μισή του επιφάνεια.

Η δεύτερη αποστολή προς τον Ερμή ξεκίνησε το 2004 με την εκτόξευση του διαστημικού οχήματος Messenger της NASA, το οποίο ολοκλήρωσε την χαρτογράφηση της επιφάνειάς του και συνέλεξε τεράστιο όγκο δεδομένων, ο οποίος θα αναλύεται για αρκετά χρόνια από τους επιστήμονες. Το Messenger ολοκλήρωσε την αποστολή του με την ελεγχόμενη πρόσκρουσή του στην επιφάνεια του Ερμή στις 30 Απριλίου 2015.

Την σκυτάλη της εξερεύνησης του Ερμή θα παραλάβει η διαστημική αποστολή BepiColombo, που σχεδιάζεται από τον ESA και τον JAXA, δηλαδή τον Ευρωπαϊκό και τον Ιαπωνικό Οργανισμό Διαστήματος, η οποία αναμένεται να εκτοξευθεί τον Οκτώβριο του 2018.

Ο δεύτερος πλανήτης από τον Ήλιο είναι η Αφροδίτη. Έχοντας αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τη Γη, όπως παραπλήσιο μέγεθος, μάζα, πυκνότητα και σύσταση, η Αφροδίτη συχνά προσδιοριζόταν στο παρελθόν ως η «δίδυμη» αδελφή του πλανήτη μας.

Από την πρώτη, όμως, αποστολή Mariner 2 (ΗΠΑ, 1962), τις 13 αποστολές Venera (ΕΣΣΔ, 1967–1983), τις ρωσικές Vega 1 & 2 (1985), τις αμερικανικές Pioneer Venus 1 & 2 (1978–1992), μέχρι και την διαστημοσυσκευή Cassini-Huygens (1998/99), τα δεδομένα που έχουμε συλλέξει για την Αφροδίτη μας αποκάλυψαν μία εντελώς διαφορετική εικόνα.

Πραγματικά, η άνυδρη, υπέρπυκνη και γεμάτη διοξείδιο του άνθρακα ατμόσφαιρά της καλύπτεται από πυκνά νέφη διοξειδίου του θείου, τα οποία ανακλούν το μεγαλύτερο ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας που προσπίπτει στην Αφροδίτη. Εξαιτίας, ωστόσο, ενός ανεξέλεγκτου φαινομένου του θερμοκηπίου, η θερμοκρασία στην επιφάνειά της αγγίζει τους 465 °C, είναι δηλαδή μεγαλύτερη ακόμη κι απ’ αυτήν του Ερμή, παρόλο που ο πλανήτης αυτός είναι ο πλησιέστερος προς τον Ήλιο.

Η αποστολή Venus Express του ESA, που εκτοξεύθηκε το 2005, ήταν η τελευταία μέχρι στιγμής που υλοποιήθηκε με στόχο τη μελέτη της Αφροδίτης και τα στοιχεία που συνέλεξε διεύρυναν σημαντικά τις γνώσεις μας γι’ αυτήν. Η αποστολή αυτή ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2014.

Η πρώτη σημαντική αποστολή προς τον Άρη, από την άλλη, ξεκίνησε το 1971 με την εκτόξευση του Mariner 9, το οποίο φωτογράφισε, μεταξύ άλλων, το τεράστιο ηφαίστειο Olympus Mons, το μεγαλύτερο του Ηλιακού μας συστήματος. Η σημαντικότερη, ωστόσο, ανακάλυψη του Mariner 9 ήταν ένα τεράστιο σύστημα από φαράγγια, χαράδρες, ρωγμές και ρήγματα, που εκτείνεται για τουλάχιστον 4.000 km, το οποίο ονομάστηκε Κοιλάδα Mariner και αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή ένδειξη ότι ο κόκκινος πλανήτης διέθετε κάποτε μεγάλα αποθέματα νερού.

Έκτοτε, οι γνώσεις μας για τον πλανήτη που φέρει το όνομα του θεού του πολέμου αυξήθηκαν κατά πολύ. Πραγματικά, όλα τα στοιχεία που έχουμε συλλέξει έως τώρα καταδεικνύουν ότι ο κόκκινος πλανήτης ήταν κάποτε ένας αρκετά πιο θερμός και «υγρός» πλανήτης, με σημαντική ατμόσφαιρα και αρκετά υψηλότερη επιφανειακή θερμοκρασία και πίεση, καθώς και σημαντικές ποσότητες νερού, που σχημάτιζε ποτάμια, λίμνες και θάλασσες.

Είναι γεγονός, πάντως, ότι ο Άρης έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα «δύστροπος» στις προσπάθειές μας να τον εξερευνήσουμε, καθώς οι περισσότερες από τις αποστολές που σχεδιάστηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό απέτυχαν.

Παρόλ’ αυτά, στα χρόνια που ακολούθησαν, η NASA υλοποίησε αρκετές αποστολές που στέφθηκαν με επιτυχία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι αποστολές Mars Global Surveyor (1996-2006) και Mars Pathfinder (1996–1998), η οποία συνοδεύτηκε από την επιτυχή προσεδάφιση του ρομποτικού οχήματος Sojourner τον Ιούλιο του 1997.

Το 2001, η NASA εκτόξευσε το τροχιακό αστεροσκοπείο Mars Odyssey 2001–), ενώ δύο χρόνια αργότερα εκτόξευσε προς τον Άρη τα δίδυμα οχήματα Spirit και Opportunity, τα οποία προσεδαφίστηκαν στην επιφάνειά του τον Ιανουάριο του 2004. Στις 12 Αυγούστου 2005, η NASA εκτόξευσε το τροχιακό παρατηρητήριο Mars Reconnaissance Orbiter, το οποίο τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη στις 10 Μαρτίου 2006.

Η επόμενη διαστημική αποστολή προς τον πλανήτη Άρη ήταν εκείνη της διαστημοσυσκευής Phoenix της NASA, η οποία προσεδαφίστηκε στην επιφάνειά του τον Μάιο του 2008. Η διαστημική αποστολή Mars Science Laboratory της NASA, από την άλλη, εκτοξεύθηκε τον Νοέμβριο του 2011, με στόχο την προσεδάφιση στην αρειανή επιφάνεια του ρομποτικού οχήματος Curiosity, που ολοκληρώθηκε με επιτυχία τον Αύγουστο του 2012.

Στο όριο μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών πλανητών του Ηλιακού μας συστήματος βρίσκεται η Ζώνη των Αστεροειδών, που αποτελείται από βραχώδη συντρίμμια του πρώιμου Ηλιακού συστήματος, τα οποία δεν κατόρθωσαν να συσσωματωθούν σε μεγαλύτερα ουράνια σώματα.

Παρόλο που αρκετά διαστημικά οχήματα την έχουν ήδη διασχίσει, μέχρι στιγμής μόλις 3 διαστημικές αποστολές έχουν υλοποιηθεί με αποκλειστικό στόχο την συστηματική μελέτη κάποιου αστεροειδούς: οι αποστολές NEAR, Hayabusha και Dawn, σημαντικότερη εκ των οποίων ήταν η τελευταία.

Η διαστημοσυσκευή Dawn της NASA εκτοξεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2007, με προορισμό τον πλανήτη-νάνο Δήμητρα και την Εστία, τα δύο μεγαλύτερα ουράνια σώματα της Ζώνης. Χάρη στα δεδομένα που συνέλεξε, οι αστρονόμοι χαρτογράφησαν την επιφάνειά τους, ενώ συνεχίζουν τις μελέτες τους, προκειμένου να προσδιορίσουν με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια τα επιφανειακά ορυκτά και τα χημικά στοιχεία που τα απαρτίζουν.

Η εξερεύνηση των αέριων γιγάντων του Ηλιακού μας συστήματος, από την άλλη, ξεκίνησε με τις αποστολές Pioneer 10 (1972) και Pioneer 11 (1973) της NASA, οι οποίες προσπέρασαν τον Δία και τον Κρόνο, συλλέγοντας τα πρώτα στοιχεία γι’ αυτούς. Την σκυτάλη της εξερεύνησης των γιγάντιων πλανητών ανέλαβαν στην συνέχεια οι θρυλικές διαστημοσυσκευές Voyager 1 και 2 (1973).

Το Voyager 1, ειδικότερα, κατόρθωσε μέσα σε λίγες μόνο μέρες να μας παρουσιάσει μία εντελώς νέα εικόνα για τον μεγαλύτερο πλανήτη του Ηλιακού συστήματος. Κατέγραψε, για παράδειγμα, βίαιες θύελλες και αστραπές στην ατμόσφαιρά του και επιβεβαίωσε ότι περιβάλλεται από μαγνητικό πεδίο. Εκτός αυτού, εντόπισε 9 ενεργά ηφαίστεια στην Ιώ, παρέχοντας την πρώτη απόδειξη για την ύπαρξη ενός γεωλογικά ενεργού ουράνιου σώματος εκτός του πλανήτη μας, ενώ απεικόνισε την επιφάνεια της Ευρώπης, του Γανυμήδη και της Καλλιστώς, τριών άλλων δορυφόρων του Δία.

Στην συνέχεια το Voyager 1 προσπέρασε τον Κρόνο τον Νοέμβριο του 1980, ενώ πλέον έχει διαβεί τα όρια της ηλεκτρομαγνητικής κυριαρχίας του Ήλιου, κινούμενο στο μεσοαστρικό Διάστημα. Η διαστημοσυσκευή Galileo (1989) ήταν η πρώτη που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον Δία, ενώ μετέφερε και έναν μικρό ανιχνευτή, ο οποίος, προτού καταστραφεί από τις μεγάλες θερμοκρασίες και πιέσεις που επικρατούν στο εσωτερικό του, κατόρθωσε να συλλέξει δεδομένα για τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιράς του.

Η διαστημοσυσκευή Juno, η τελευταία μέχρι στιγμής που σχεδιάστηκε για την εξερεύνηση του Δία, εκτοξεύθηκε στις 5 Αυγούστου 2011, ενώ τέθηκε σε τροχιά γύρω του τον Ιούλιο του 2016.

Όσον αφορά στα μελλοντικά σχέδια εξερεύνησης του Δία, ο ESA θα υλοποιήσει την αποστολή JUICE, η οποία αναμένεται να εκτοξευθεί το 2022, με κύριο στόχο την συλλογή δεδομένων για τους δορυφόρους Γανυμήδη, Καλλιστώ και Ευρώπη.

Η NASA, από την άλλη, διερευνά την δυνατότητα υλοποίησης της αποστολής Europa Clipper προς την Ευρώπη, προκειμένου να διερευνηθεί το κατά πόσο οι συνθήκες που επικρατούν στον παγωμένο αυτόν δορυφόρο θα μπορούσαν να ευνοήσουν την εμφάνιση ζωής στον ωκεανό που κρύβει στο εσωτερικό του.

Ένα άλλο ορόσημο στην εξερεύνηση του Ηλιακού συστήματος επιτεύχθηκε με την εκτόξευση της διαστημοσυσκευής Cassini-Huygens στις 15 Οκτωβρίου 1997 από το Ακρωτήριο Canaveral.

Η διαστημική αυτή αποστολή, που συνέβαλε όσο καμία άλλη στην διαλεύκανση των μυστικών του Κρόνου, των δακτυλίων και των δορυφόρων του, αποτελείται από το τροχιακό αστεροσκοπείο Cassini, το οποίο από τον Ιούλιο του 2004 βρισκόταν σε τροχιά γύρω από τον Κρόνο, καθώς και την διαστημική κάψουλα Huygens, η οποία προσεδαφίστηκε στον Τιτάνα, τον μεγαλύτερο δορυφόρο του, τον Ιανουάριο του 2005.

Η αποστολή του Cassini ολοκληρώθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2017 με την καταστροφή του στο εσωτερικό της ατμόσφαιρας του πλανήτη που μελετούσε επί 13 χρόνια.

Αντιθέτως, η μοναδική μέχρι στιγμής διαστημοσυσκευή που έχει επισκεφθεί τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα, τους πιο απομακρυσμένους πλανήτες του Ηλιακού μας συστήματος, ήταν το Voyager 2, στα δεδομένα του οποίου οφείλονται πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα για τους δύο αυτούς πλανήτες. Δυστυχώς, όμως, δεν προβλέπεται κάποια μελλοντική αποστολή προς αυτούς, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον.

Όσον αφορά στην εξερεύνηση της Ζώνης Kuiper που εκτείνεται πέρα από την τροχιά του Ποσειδώνα, μία μόνο διαστημοσυσκευή έχει επισκεφθεί μέχρι στιγμής αυτήν την περιοχή του Ηλιακού μας συστήματος.

Η διαστημοσυσκευή New Horizons της NASA εκτοξεύθηκε τον Ιανουάριο του 2006, με προορισμό τον πλανήτη-νάνο Πλούτωνα, τον οποίο και προσέγγισε στην μικρότερη δυνατή απόσταση στις 14 Ιουλίου 2015.

Έχοντας ήδη συλλέξει σημαντικό όγκο δεδομένων για τον παγωμένο αυτόν κόσμο και τους δορυφόρους του, το New Horizons κινείται αυτήν την στιγμή στα όρια της Ζώνης Kuiper, επιχειρώντας να προσεγγίσει ένα ακόμα από τα παγωμένα ουράνια σώματα που την απαρτίζουν, στο οποίο αναμένεται να φθάσει την Πρωτοχρονιά του 2019.

Τα τελευταία 40 περίπου χρόνια ξεκίνησε και η υλοποίηση αποστολών για την μελέτη των κομητών. Το 1986, για παράδειγμα, στην τελευταία μέχρι στιγμής προσέγγιση του κομήτη του Χάλεϋ, 5 διαστημικά οχήματα, 2 σοβιετικά, 2 ιαπωνικά και 1 ευρωπαϊκό, συνέλεξαν αρκετά δεδομένα.

Τον Φεβρουάριο του 1999, εκτοξεύθηκε το διαστημικό όχημα Stardust, προκειμένου να συλλέξει και να μεταφέρει στη Γη σωματίδια από τον κομήτη Wild–2.

Η αποστολή ήταν επιτυχής και η διαστημοσυσκευή επέστρεψε από το διαστημικό της ραντεβού με τον κομήτη, απελευθερώνοντας τον Ιανουάριο του 2006 μία κάψουλα, η οποία μετέφερε στη Γη για πρώτη φορά τέτοιου είδους υλικό.

Η διαστημοσυσκευή Deep Impact της NASA, από την άλλη, εκτοξεύθηκε τον Ιανουάριο του 2005, προκειμένου να μελετήσει την εσωτερική σύσταση του κομήτη Tempel–1. Για τον σκοπό αυτόν εξαπέλυσε μία βολίδα προς τον κομήτη τον Ιούλιο του 2005 και ανέλυσε τα υλικά του που εκτινάχθηκαν στο Διάστημα.

Η προσπάθεια να απαντηθούν τα ερωτήματα που σχετίζονται με την προέλευση του νερού και των πρώτων πολύπλοκων οργανικών μορίων στον πλανήτη μας, που ήταν καθοριστικά για την εμφάνιση της ζωής σ’ αυτόν, οδήγησε τον ESA στον σχεδιασμό μίας ακόμη διαστημικής αποστολής για την μελέτη ενός κομήτη. Η αποστολή αυτή ονομάστηκε Rosetta και εκτοξεύθηκε το 2004, με προορισμό τον κομήτη 67P Churyumov-Gerasimenko.

Τον Αύγουστο του 2014, η Rosetta ξεκίνησε την χαρτογράφηση της επιφάνειάς του, καθώς και την συλλογή άλλων δεδομένων, ενώ σε μία εντυπωσιακή «πρωτιά» του ESA, το Philae, ένα μικρότερο διαστημικό όχημα που μετέφερε η Rosetta, προσεδαφίστηκε στον κομήτη στις 12 Νοεμβρίου του 2014.

Η ιστορική αποστολή της Rosetta ολοκληρώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2016, με την ελεγχόμενη πρόσκρουσή της πάνω στον ίδιο κομήτη που μελετούσε για περισσότερα από δύο χρόνια. Η ανάλυση, όμως, των δεδομένων που συνέλεξε θα συνεχίζεται για πολλά ακόμη χρόνια.

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μη επανδρωμένων αποστολών για την εξερεύνηση των ουράνιων σωμάτων του Ηλιακού μας συστήματος προφανώς θα συνεχιστεί και στο μέλλον.

Παράλληλα, όμως, μεγάλες διαστημικές υπηρεσίες, όπως η NASA και ο ESA, καθώς και ο ιδιωτικός τομέας, επεξεργάζονται σχέδια για την επιστροφή του ανθρώπου στην Σελήνη, διερευνώντας παράλληλα και τις δυνατότητες υλοποίησης της πρώτης επανδρωμένης αποστολής προς τον Άρη.

π