Ελάχιστοι κοσμολόγοι είχαν αμφισβητήσει την επιβραδυνόμενη διαστολή του Σύμπαντος, από τότε που πρώτοι οι Friedman και Lemaitre ανακάλυψαν δυναμικές λύσεις των εξισώσεων της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας (ΓΘΣ) το 1924 και το 19271.

Σ’ αυτό το άρθρο, το 5ο του αφιερώματός μας στο Καθιερωμένο Πρότυπο της Κοσμολογίας (ΚΠΚ), θα αναφερθούμε στην εκπληκτική ανακάλυψη, λίγο πριν από την αυγή της νέας χιλιετίας, ότι η διαστολή του Σύμπαντος τα τελευταία δισ. χρόνια, όχι μόνο δεν επιβραδύνεται, αλλά αντιθέτως επιταχύνεται διαρκώς. Σήμερα, ωστόσο, σχεδόν 20 χρόνια μετά την ανακάλυψη της επιταχυνόμενης διαστολής του Σύμπαντος, ο φυσικός μηχανισμός που την προκαλεί παραμένει άγνωστος.

Όπως εξηγήσαμε και σε προηγούμενα άρθρα, η κλασική θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης προβλέπει ότι η διαστολή του Σύμπαντος επιβραδύνεται, εξαιτίας της βαρυτικής έλξης μεταξύ όλων των μορφών ύλης και ενέργειας που εμπεριέχει. Είπαμε, ακόμη, ότι ο τρόπος με τον οποίο το Σύμπαν διαστέλλεται, εξαρτάται από το συνολικό απόθεμά του σε ύλη και ενέργεια.

Εάν, δηλαδή, η συνολική πυκνότητα της υλοενέργειας του Σύμπαντος είναι μεγαλύτερη από μία κρίσιμη τιμή, τότε η βαρύτητα θα υπερισχύσει της κοσμικής διαστολής, που σημαίνει ότι ο ρυθμός της διαστολής του εντέλει θα μηδενιστεί και θα επακολουθήσει συστολή, που θα οδηγήσει σε μία Μεγάλη Σύνθλιψη.

Εάν, αντιθέτως, είναι μικρότερη, η κοσμική διαστολή θα επιβραδύνεται συνεχώς, αλλά δεν θα σταματήσει ποτέ. Κατά συνέπεια, ένας τρόπος να υπολογιστεί η συνολική πυκνότητα της υλοενέργειας του Σύμπαντος, που καθορίζει και την μελλοντική του εξέλιξη, είναι να υπολογιστεί ο ρυθμός διαστολής του. Για να υλοποιηθεί, όμως, αυτό, απαιτείται ο ακριβής υπολογισμός κοσμολογικών αποστάσεων, που δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Στην διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, ωστόσο, δύο ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες αστροφυσικών ξεκίνησαν μία νέα προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση. Στόχος τους ήταν να υπολογίσουν με την μέγιστη δυνατή ακρίβεια τον επιβραδυνόμενο, όπως νόμιζαν, ρυθμό διαστολής του Σύμπαντος και να διερευνήσουν το πώς αυτός μεταβάλλεται με τον χρόνο.

Για τον σκοπό αυτόν, χρησιμοποίησαν τους υπερκαινοφανείς τύπου Ia, συγκεκριμένες αστρικές εκρήξεις που, όπως και οι λαμπτήρες πυρακτώσεως με συγκεκριμένη ισχύ, έχουν την ίδια περίπου φωτεινότητα, εκπέμπουν δηλαδή την ίδια φωτεινή ενέργεια με την μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, ανά μονάδα χρόνου2.

Οι υπερκαινοφανείς τύπου Ia εμφανίζονται σε διπλά αστρικά συστήματα, το ένα άστρο εκ των οποίων είναι λευκός νάνος3  και το άλλο ένας κόκκινος γίγαντας4. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το βαρυτικό πεδίο του λευκού νάνου έλκει υδρογόνο από τις εξωτερικές στοιβάδες του κόκκινου γίγαντα, το οποίο συσσωρεύεται στην επιφάνειά του, αυξάνοντας έτσι τη μάζα του συνεχώς.

Εάν αυτή η συνεχής επαύξηση μάζας ωθήσει την μάζα του λευκού νάνου πάνω από ένα κρίσιμο όριο (το όριο Chandrasekhar που ισούται με περίπου 1,4 ηλιακές μάζες), ο λευκός νάνος εκρήγνυται με πρωτοφανή βιαιότητα και καταστρέφεται ολοκληρωτικά.

Αυτού του είδους οι αστρικές εκρήξεις έχουν φωτεινότητα, η οποία υπερβαίνει συχνά και αυτήν ακόμη τη φωτεινότητα του γαλαξία που τις φιλοξενεί, γεγονός που τις καθιστά εξαιρετικό εργαλείο για τον υπολογισμό κοσμολογικών αποστάσεων.

Επειδή, μάλιστα, οι υπερκαινοφανείς αυτού του τύπου έχουν περίπου την ίδια μάζα όταν εκρήγνυνται, η φωτεινότητά τους είναι σχεδόν πάντα η ίδια.

Συγκρίνοντας την πραγματική με την φαινομενική τους φωτεινότητα, δηλαδή με το πόσο έντονη φαίνεται η λάμψη της έκρηξης στην απόσταση από την οποία την παρατηρούμε, οι αστρονόμοι μπορούν να υπολογίσουν την απόστασή τους. Μετρώντας στην συνέχεια την μετατόπιση του κάθε υπερκαινοφανούς προς το ερυθρό, δηλαδή το ποσοστό κατά το οποίο έχει «ξεχειλωθεί» το μήκος κύματος της ακτινοβολίας του, οι αστρονόμοι μπορούν να εκτιμήσουν το πόσο πολύ έχει διασταλεί ο χώρος στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την στιγμή της έκρηξης μέχρι την στιγμή που ανιχνεύουμε το φως της. Επαναλαμβάνοντας αυτές τις μετρήσεις για διαφορετικούς υπερκαινοφανείς σε διαφορετικές αποστάσεις, οι αστρονόμοι μπορούν να ανασυνθέσουν την ιστορία της διαστολής του Σύμπαντος και να προσδιορίσουν το πώς μεταβάλλεται με τον χρόνο.

Τα αποτελέσματα των μετρήσεων των δύο ερευνητικών ομάδων ανακοινώθηκαν το 1998 και άφησαν την διεθνή επιστημονική κοινότητα κατάπληκτη. Οι πιο απομακρυσμένοι από τους υπερκαινοφανείς των δύο μελετών ήταν πιο αμυδροί απ’ όσο θα έπρεπε να είναι, εάν η διαστολή του Σύμπαντος επιβραδυνόταν, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, αντιθέτως, η διαστολή του επιταχύνεται.

Αναγνωρίζοντας την σημασία της σπουδαίας αυτής ανακάλυψης, η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών της Σουηδίας απένειμε στις 4 Οκτωβρίου 2011 το Νόμπελ Φυσικής στους Saul Perlmutter, Brian Schmidt και Adam Riess, στους επιστήμονες δηλαδή που ηγήθηκαν αυτών των δύο ανεξάρτητων και άκρως ανταγωνιστικών μεταξύ τους ερευνητικών ομάδων.

Προκειμένου, όμως, να εξηγηθεί αυτή η επιταχυνόμενη κοσμική διαστολή, το συνολικό απόθεμα του Σύμπαντος σε ύλη και ενέργεια πρέπει να κυριαρχείται από μία παράξενη και άγνωστη μορφή ενέργειας με βαρυτικά απωστικές ιδιότητες, που ονομάστηκε σκοτεινή ενέργεια.

Αξίζει να παρατηρήσουμε εδώ ότι αυτές οι ιδιότητες της σκοτεινής ενέργειας παραπέμπουν στην κοσμολογική σταθερά του Αϊνστάιν που ο μεγάλος αυτός φυσικός είχε προτείνει, προκειμένου να «φρενάρει» την διαστολή του Σύμπαντος. Πραγματικά, όταν ο Αϊνστάιν (1879–1955) διατύπωσε την ΓΘΣ το 1915-16, οι περισσότεροι επιστήμονες θεωρούσαν ότι το Σύμπαν είναι αιώνιο, στατικό και αμετάβλητο.

Ακόμη και αυτός, όμως, στάθηκε αδύνατο να μείνει ανεπηρέαστος απ’ αυτήν την βαθιά ριζωμένη αντίληψη, παρόλο που η επίλυση των εξισώσεων της ΓΘΣ οδηγεί με απολύτως φυσικό τρόπο στην θεωρητική πρόβλεψη του διαστελλόμενου Σύμπαντος. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το γενικότερο κλίμα απόρριψης μίας κοσμολογικής εξέλιξης, ο Αϊνστάιν αποφάσισε να μεταβάλει τις εξισώσεις της ΓΘΣ, εισάγοντας σ’ αυτές έναν ακόμη όρο, που ονομάστηκε κοσμολογική σταθερά, προκειμένου να εξουδετερώνει την ελκτική επίδραση της βαρύτητας που έτεινε να το συρρικνώνει.

Η κοσμολογική σταθερά, που στην διεθνή βιβλιογραφία συμβολίζεται με το γράμμα «Λ», αντιπροσωπεύει μία χρονικά αμετάβλητη μορφή ενέργειας, διάχυτης στον χώρο, η οποία έχει την ιδιότητα να αντιστέκεται στη περαιτέρω συστολή του Σύμπαντος ακριβώς κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγεί σε ένα στατικό σύμπαν.

Το πρόβλημα, ωστόσο, με το στατικό σύμπαν του Αϊνστάιν ήταν ότι, ενώ ήταν στατικό, ήταν ταυτοχρόνως και ασταθές. Οποιαδήποτε ανεπαίσθητη διακύμανση στην ομοιόμορφη κατανομή της ύλης του θα κατέστρεφε την ισορροπία μεταξύ της ελκτικής δύναμης της βαρύτητας και της απωστικής φύσης της κοσμολογικής σταθεράς, οδηγώντας το άμεσα είτε στην διαστολή είτε στην κατάρρευσή του.

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα με το στατικό μοντέλο του Αϊνστάιν είναι ανάλογο περίπου μ’ αυτό ενός μολυβιού που ισορροπεί στην μύτη του: θεωρητικά, τουλάχιστον, μπορεί να επιτευχθεί, αλλά η παραμικρή ώθηση θα το εξανάγκαζε να πέσει.

Αδυνατώντας να αντιληφθεί εγκαίρως την εγγενή αστάθεια του κοσμολογικού του μοντέλου, ο Αϊνστάιν έχασε έτσι την ευκαιρία να προβλέψει πρώτος την διαστολή του Σύμπαντος.

Εντέλει, όμως, μετά και τις παρατηρήσεις του Αμερικανού αστρονόμου Edwin Hubble (1889–1953), ο οποίος απέδειξε το 1929 ότι το Σύμπαν όντως διαστέλλεται, η «αναγκαιότητα» της κοσμολογικής σταθεράς «χάθηκε» και ο ίδιος ο Αϊνστάιν αναγκάστηκε να την αποσύρει από τις εξισώσεις της ΓΘΣ, παραδεχόμενος ότι η εισαγωγή της ήταν «η μεγαλύτερη γκάφα της ζωής» του.

Όταν, ωστόσο, ανακαλύφθηκε το 1998 ότι η διαστολή του Σύμπαντος επιταχύνεται, οι φυσικοί άρχισαν να αναρωτιούνται εάν η «μεγαλύτερη γκάφα» του Αϊνστάιν ήταν αυτή ακριβώς η απόρριψη της κοσμολογικής σταθεράς που ο ίδιος εισήγαγε.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την ανακάλυψη της σκοτεινής ενέργειας, οι αστρονόμοι διαπίστωσαν ότι αυτή η άγνωστη μορφή ενέργειας υπερίσχυσε στην κοσμική της «διελκυστίνδα» ενάντια στην βαρύτητα πριν από περίπου 6 δισ. χρόνια. Γιατί, όμως, τότε και όχι νωρίτερα ή αργότερα;

Όπως είπαμε και προηγουμένως, πολλοί κοσμολόγοι θεωρούν ότι οι «αντιβαρυτικές» ιδιότητες της σκοτεινής ενέργειας οφείλονται σ’ έναν φυσικό μηχανισμό, ανάλογο της κοσμολογικής σταθεράς.

Στο πλαίσιο της ΓΘΣ, δηλαδή, η κοσμολογική σταθερά είναι μία χαρακτηριστική, «εγγενής» ιδιότητα του ίδιου του χώρου και ως τέτοια, η ενεργειακή πυκνότητα που της αντιστοιχεί δεν μειώνεται, καθώς το Σύμπαν διαστέλλεται, αλλά πιθανότατα παραμένει σταθερή στον χρόνο και ομοιόμορφα κατανεμημένη στον χώρο.

Αντιθέτως, η πυκνότητα της ύλης και της ακτινοβολίας μειώνεται διαρκώς, γι’ αυτό και η ιστορία της συμπαντικής εξέλιξης διαιρείται σε «εποχές», ανάλογα με την μορφή της υλοενέργειας που κάθε φορά κυριαρχεί.

Έτσι, στα πρώτα στάδια της κοσμικής εξέλιξης, η πυκνότητα της ακτινοβολίας ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτήν της ύλης ή της σκοτεινής ενέργειας και το Σύμπαν διένυε την εποχή κυριαρχίας της ακτινοβολίας.

Ακολούθως, το Σύμπαν εισήλθε στην εποχή της κυριαρχίας της ύλης, ενώ περίπου 6 δισ. χρόνια πριν, η συνεχιζόμενη διαστολή του Σύμπαντος αραίωσε τόσο πολύ την πυκνότητα της ύλης, που εντέλει κυριάρχησε η σκοτεινή ενέργεια και η διαστολή του Σύμπαντος άρχισε να επιταχύνεται.
 
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι κάτι αντίστοιχο με την κοσμολογική σταθερά προβλέπεται και από την κβαντική φυσική, τη φυσική του ελάχιστου. Ένας από τους πρώτους επιστήμονες που προσπάθησαν με συστηματικό τρόπο να  διερευνήσουν την φυσική σημασία της κοσμολογικής σταθεράς, χρησιμοποιώντας θεμελιώδεις ιδέες από τις κβαντικές θεωρίες πεδίου, ήταν ο μεγάλος Σοβιετικός φυσικός Yakov Zel'dovich (1914–1987), ο οποίος απέδειξε το 1968 ότι η κοσμολογική σταθερά ισοδυναμεί μαθηματικά με την ενέργεια του κβαντικού κενού.

Σύμφωνα με τις κβαντικές θεωρίες πεδίου, δεν υπάρχουν διακριτά στοιχειώδη σωματίδια, αλλά κβαντικά πεδία που εκτείνονται παντού στον χώρο. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την κλασική θεώρηση, κάθε στοιχειώδες σωματίδιο είναι ένας μικροσκοπικός κυματισμός ενέργειας στο «υποκείμενο» κβαντικό του πεδίο, που «μορφοποιείται» ως σωματίδιο με βάση τους κανόνες της κβαντικής φυσικής.

Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεώρηση, ωστόσο, η έννοια του κλασικού κενού, ως μίας περιοχής που δεν εμπεριέχει καθόλου ύλη και ακτινοβολία, ανατρέπεται. Σύμφωνα με τις κβαντικές θεωρίες πεδίου, δηλαδή, ο κενός χώρος δεν είναι κενός, αφού ακόμη και στην περίπτωση που δεν εμπεριέχει σωματίδια, τα κβαντικά πεδία που τους αντιστοιχούν, εξακολουθούν να υπάρχουν.

Πολύ περισσότερο, τα πεδία αυτά εμφανίζουν διαρκώς τυχαίες κβαντικές διακυμάνσεις, που σημαίνει ότι η ελάχιστη ενέργεια του κενού δεν είναι ποτέ μηδενική.

Ένα κβαντικό πεδίο, δηλαδή, ακόμη και όταν δεν έχει «διεγερθεί» επαρκώς, ώστε να «δημιουργήσει» κάποια από τα σωματίδια που του αντιστοιχούν, εξακολουθεί να εμπεριέχει ένα ελάχιστο μη μηδενικό ποσοστό ενέργειας.

Η ενέργεια αυτή ονομάζεται ενέργεια του κβαντικού κενού και απορρέει από την Αρχή της Απροσδιοριστίας του Heisenberg, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε επακριβώς την ενέργεια ενός συστήματος για ένα πεπερασμένο χρονικό διάστημα. Με άλλα λόγια, η Αρχή της Απροσδιοριστίας του Heisenberg μετατρέπει το κλασικό κενό σε μία «θάλασσα» ενεργειακών διακυμάνσεων που του προσδίδουν μία μη μηδενική  ενεργειακή πυκνότητα.

Φαινομενικά, αυτή η διαρκής και «αυθόρμητη» εμφάνιση ενεργειακών διακυμάνσεων στο κενό μοιάζει να παραβιάζει την Αρχή Διατήρησης της Ενέργειας. Στο πλαίσιο της κβαντικής φυσικής, όμως, η εγγενής αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τον μικρόκοσμο των σωματιδίων διασφαλίζει ότι είναι όντως δυνατό να εμφανιστεί «αυθόρμητα» ενέργεια από το «τίποτα», υπό την προϋπόθεση ότι θα εξαφανιστεί τόσο γρήγορα όσο καθορίζει η Αρχή της Απροσδιοριστίας.

Σύμφωνα, λοιπόν, με πολλούς φυσικούς, η κοσμολογική σταθερά αντιπροσωπεύει μία παγκόσμια φυσική σταθερά, που καθορίζει την ενεργειακή πυκνότητα του κβαντικού κενού.

Παραδόξως, πρόκειται ίσως για την πιο εύλογη και συνάμα την πιο αινιγματική φυσική ερμηνεία της σκοτεινής ενέργειας. Πραγματικά, η θεωρητική τιμή της ενέργειας του κβαντικού κενού που εξάγεται με βάση τις κβαντικές θεωρίες πεδίου υπερβαίνει την τιμή της σκοτεινής ενέργειας που προκύπτει από τις κοσμολογικές παρατηρήσεις κατά 40–120 τάξεις μεγέθους, είναι δηλαδή μεγαλύτερη κατά 1040–10120 φορές! Όπως έχει επανειλημμένα ειπωθεί από  πολλούς, «πρόκειται για την χειρότερη θεωρητική πρόβλεψη στην ιστορία της φυσικής»!

Αυτή η κραυγαλέα ασυμφωνία μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης είναι γνωστή ως το πρόβλημα της κοσμολογικής σταθεράς και προφανώς υποδηλώνει την άγνοιά μας για θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν στην λειτουργία του Σύμπαντος.

Άλλοι επιστήμονες, ωστόσο, θεωρούν ότι η σκοτεινή ενέργεια δεν είναι σταθερή και ομοιόμορφη, αλλά αντιστοιχεί σ’ ένα δυναμικό ενεργειακό πεδίο, που μεταβάλλεται με τον χρόνο και πιθανότατα δεν «διαχέεται» ομοιόμορφα στον χώρο.

Αυτού του είδους η ενεργειακή πυκνότητα ονομάστηκε πεμπτουσία, ενώ όπως και στην περίπτωση της σκοτεινής ενέργειας, το γεγονός ότι της έχουμε προσδώσει ένα όνομα δεν σημαίνει ότι κατανοούμε την φύση της. Άλλοι επιστήμονες, τέλος, θεωρούν ότι η σκοτεινή ενέργεια δεν υπάρχει και ότι η επιταχυνόμενη διαστολή του Σύμπαντος προκαλείται από το γεγονός ότι η βαρύτητα «λειτουργεί» με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που προβλέπει η ΓΘΣ σε κοσμολογικές κλίμακες.

Με τα σημερινά δεδομένα, ωστόσο, οι επιστήμονες που αμφισβητούν ότι η διαστολή του Σύμπαντος επιταχύνεται εξαιτίας μίας άγνωστης μορφής ενέργειας αποτελούν μειονότητα, γι’ αυτό και οι προσπάθειες για την αποκρυπτογράφηση της φύσης της συνεχίζονται.

Σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά την ανακάλυψή της, η επιταχυνόμενη διαστολή του Σύμπαντος είναι στέρεα θεμελιωμένη, παρόλο που η φυσική απαρχή του φαινομένου παραμένει σκοτεινή όσο ποτέ.

Ενδεικτικό, πάντως, της πεποίθησης των επιστημόνων ότι η σκοτεινή ενέργεια όντως υπάρχει είναι το γεγονός ότι το ΚΠΚ, που συνοψίζει τις γνώσεις μας για την εξέλιξη του Σύμπαντος, είναι γνωστό στην επιστημονική βιβλιογραφία ως «Πρότυπο Λ-CDM».

Ενσωματώνει, δηλαδή, στην επιστημονική του ονομασία τα δύο βασικά χαρακτηριστικά που απουσίαζαν από την κλασική θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης: την κοσμολογική σταθερά Λ, που αντιπροσωπεύει την σκοτεινή ενέργεια, και την ψυχρή σκοτεινή ύλη CDM (από τα αρχικά της αγγλικής της ονομασίας, Cold Dark Matter). Οι θεωρητικές και παρατηρησιακές έρευνες για την αποκρυπτογράφηση της φύσης της σκοτεινής ενέργειας συνεχίζονται.

1 Σημαντική εξαίρεση σ’ αυτό αποτελούν οι πληθωριστικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στην διάρκεια της δεκαετίας του ‘80, σύμφωνα με τις οποίες το αρχέγονο Σύμπαν για ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου ακολούθησε έναν εκθετικά επιταχυνόμενο ρυθμό διαστολής. Σ’ αυτές, ωστόσο, θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε επόμενο άρθρο.

2 Στην εικόνα που συνοδεύει το άρθρο διακρίνεται το «λείψανο» μίας τέτοιας έκρηξης σε απόσταση 16.000 ετών φωτός μακριά (φωτογρ. X-ray: NASA/CXC/U.Texas/S.Post et al, Infrared: 2MASS/UMass/IPAC-Caltech/NASA/NSF).

3 Με διάμετρο λίγο μόνο μεγαλύτερη απ’ αυτήν της Γης, οι λευκοί νάνοι είναι τα υπέρθερμα και υπέρπυκνα αστρικά λείψανα άστρων σαν τον Ήλιο, που έχουν εξαντλήσει τα πυρηνικά τους καύσιμα και έχουν εκτινάξει τις εξωτερικές τους στοιβάδες στο Διάστημα.

4 Οι κόκκινοι γίγαντες αποτελούν ένα ενδιάμεσο στάδιο στην εξέλιξη άστρων παρόμοιων με τον Ήλιο, τα οποία έχουν πλήρως μετατρέψει το υδρογόνο του πυρήνα τους σε ήλιο και έχουν διογκωθεί ακόμη και 100 φορές το αρχικό τους μέγεθος.

π