Κι όμως, παρά το μικρό του μέγεθος, διαθέτει ίσως τα πιο εντυπωσιακά γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά από οποιονδήποτε άλλον πλανήτη στο Ηλιακό μας σύστημα. Σε κανέναν άλλο πλανήτη δεν έχουμε αποστείλει περισσότερες διαστημικές αποστολές απ’ όσες στον Άρη και παρόλο που τουλάχιστον οι μισές απέτυχαν, εκείνες που υλοποιήθηκαν με επιτυχία έχουν διευρύνει κατά πολύ τις γνώσεις μας γι’ αυτόν.

Λίγο πριν την αυγή του 20ού αιώνα, βέβαια, οι γνώσεις μας για τον Άρη ήταν ελάχιστες. Γνωρίζαμε τότε ότι ο Άρης έχει την μισή περίπου διάμετρο απ’ αυτήν της Γης και ότι έχει δύο μικρούς δορυφόρους. Γνωρίζαμε ακόμη ότι συμπληρώνει μία περιστροφή γύρω από τον άξονά του σε περίπου 24 ώρες, ότι το έτος του διαρκεί σχεδόν δύο γήινα έτη, και σχεδόν τίποτα άλλο. Το 1894, ο Αμερικανός αστρονόμος Percival Lowell (1855–1916), ένας από τους επιφανέστερους μελετητές του Άρη εκείνη την εποχή, θεμελίωσε στο Flagstaff της Αριζόνας ένα αστεροσκοπείο και αφιερώθηκε στην μελέτη του Άρη.

Επειδή, όμως, οι αναταράξεις στην γήινη ατμόσφαιρα στρεβλώνουν το είδωλο του πλανήτη, ο εντοπισμός φυσικών χαρακτηριστικών στην επιφάνειά του ήταν εξαιρετικά δύσκολος με τα τηλεσκόπια της εποχής εκείνης. Ο Lowell, ωστόσο, με επιμονή και υπομονή κατέγραφε προσεκτικά αυτά που νόμιζε ότι έβλεπε: την μεταβαλλόμενη παγοκάλυψη στους πόλους του πλανήτη, σκοτεινές περιοχές και ένα αχανές δίκτυο γραμμών. Ήταν βέβαιος ότι είχε ανακαλύψει «μη φυσικά χαρακτηριστικά», που υποδήλωναν την ύπαρξη εξωγήινων! Γιγάντια τεχνητά κανάλια που μετέφεραν, όπως πίστευε, νερό από τους πόλους του κόκκινου πλανήτη για την άρδευση της απέραντης ερήμου που σκεπάζει την επιφάνειά του. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και το 1960, οι περιορισμένες δυνατότητες των επίγειων τηλεσκοπίων δεν μας επέτρεπαν να διακρίνουμε λεπτομέρειες στην επιφάνειά του. Ίσως και γι’ αυτό να επιβίωσαν για τόσα χρόνια σε σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης οι ευφάνταστες θεωρήσεις του Lowell. Όμως, με την πρόοδο των επιστημών και της τεχνολογίας, ο κόκκινος πλανήτης άρχισε σιγά-σιγά να μας αποκαλύπτει τα μυστικά του: αρχέγονα ηφαίστεια, γιγάντιες ρωγμές και αμμοθύελλες, τόσο ισχυρές κάποιες φορές, που καλύπτουν ολόκληρο τον πλανήτη κάτω από το σκονισμένο πέπλο τους.

Σήμερα, ο Άρης μοιάζει πιο κρύος από την Αρκτική και πιο άνυδρος από την Σαχάρα. Εκεί, ωστόσο, ανακαλύψαμε μεγάλες ποσότητες πάγου και πιο πρόσφατα σκοτεινές γραμμές που πιθανότατα σχηματίζονται από την εποχιακή ροή υφάλμυρου νερού. Σύμφωνα, μάλιστα, με όλες τις ενδείξεις, δισεκατομμύρια χρόνια πριν, ο Άρης ήταν ένας αρκετά πιο ζεστός και υγρός πλανήτης με πυκνή ατμόσφαιρα και νερό που έρεε σε ποτάμια, και συσσωρευόταν σε λίμνες και θάλασσες. Εάν ήταν όντως έτσι, πώς χάθηκε το νερό που κάποτε είχε; Εάν ήταν όντως έτσι, εμφανίστηκαν άραγε μικροβιακοί οργανισμοί, όταν ο πλανήτης αυτός ήταν ακόμη νέος και φιλόξενος στην ζωή; Οι διαστημοσυσκευές μας που τέθηκαν σε τροχιά γύρω του και προσεδαφίστηκαν στην επιφάνειά του συνεχίζουν να συλλέγουν δεδομένα, προσπαθώντας να βρουν τις απαντήσεις.

Ο Άρης είναι ένας σχετικά μικρός βραχώδης πλανήτης με μάζα που δεν υπερβαίνει το 10% περίπου αυτής του πλανήτη μας. Στο ετήσιο ταξίδι του γύρω από τον Ήλιο, το οποίο διαρκεί περίπου 687 ημέρες, ο Άρης συνοδεύεται από δύο μικροσκοπικούς δορυφόρους, τον Φόβο και τον Δείμο, οι οποίοι απ’ ό,τι φαίνεται είναι αστεροειδείς

που αιχμαλωτίστηκαν από το βαρυτικό του πεδίο. Ο Φόβος, ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς, έχει διάμετρο μόλις 22 km. Βλογιοκομμένος από αμέτρητους κρατήρες, ρωγμές και ρήγματα, στροβιλίζεται όλο και πιο κοντά προς τον Άρη, ώσπου σε περίπου 100 εκατ. χρόνια θα συντριβεί στην επιφάνειά του, σε μία τιτάνια σύγκρουση. Ο Δείμος, αντιθέτως, με διάμετρο μόλις 15 km, έχει πολύ πιο σκοτεινή και ομαλή επιφάνεια, που οφείλεται μάλλον στο παχύ στρώμα σκόνης που τον καλύπτει. Γνωρίζουμε, ακόμη, ότι ο Άρης περιβάλλεται από μια πολύ αραιή ατμόσφαιρα, 100 φορές πιο αραιή από την ατμόσφαιρα του πλανήτη μας, η οποία αποτελείται κατά 95% από διοξείδιο του άνθρακα, ενώ όσον αφορά στην τεκτονική και ηφαιστειακή του δραστηριότητα, αυτή έχει σταματήσει προ πολλού.

Η συστηματική μελέτη του κόκκινου πλανήτη, και συνάμα η πρώτη επιστημονικά τεκμηριωμένη διάψευση των τεχνητών καναλιών και των Αρειανών του Lowell, ξεκίνησε το 1965: όταν, δηλαδή, το Mariner 4, με τις πρώτες κοντινές του φωτογραφίες από έναν άλλον πλανήτη, μας αποκάλυψε έναν νεκρό και παγωμένο κόσμο, χωρίς κανάλια, πόλεις και Αρειανούς, έναν εχθρικό για την ζωή κόσμο με πολικές θερμοκρασίες, άνυδρο και ερημωμένο.

Έξι χρόνια αργότερα, το Mariner 9 ξεκινούσε κι’ αυτό το ταξίδι του προς τον Άρη. Ελάχιστοι φαντάζονταν τότε ότι ο διαστημικός αυτός θαλασσοπόρος θα διεύρυνε τόσο σημαντικά τις γνώσεις μας για τον κόκκινο πλανήτη. Στην αποστολή του εκείνη το Mariner 9 φωτογράφισε τον γιγάντιο κρατήρα Ελλάς, με βάθος που υπερβαίνει τα 7 km, καθώς και το τεράστιο, αλλά σβηστό, ηφαίστειο Olympus Mons, το οποίο ορθώνεται σε ύψος τριπλάσιο σχεδόν από την ψηλότερη κορυφή των Ιμαλαΐων. Το Olympus Mons, το μεγαλύτερο ηφαίστειο του Ηλιακού μας Συστήματος, βρίσκεται στην βορειοδυτική άκρη ενός άλλου τοπογραφικού Λεβιάθαν, που καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το δυτικό ημισφαίριο του πλανήτη και είναι υπερυψωμένο κατά 10 km περίπου από τη μέση επιφάνειά του. Το υψίπεδο Θαρσίς, όπως ονομάζεται ο τεράστιος αυτός όγκος που ξεπροβάλει από τα έγκατα του πλανήτη, εμπεριέχει αρκετά ηφαίστεια, τα τρία μεγαλύτερα απ’ τα οποία ονομάζονται Ascraeus, Pavonis και Arsia (η εικόνα που συνοδεύει αυτό το άρθρο είναι ένας τοπογραφικός χάρτης του Άρη, βασισμένος στα δεδομένα του τροχιακού αστεροσκοπείου Mars Global Surveyor, όπου τα «ψυχρά» χρώματα αντιστοιχούν σε χαμηλότερο έδαφος. Αριστερά διακρίνεται το ηφαίστειο Olympus Mons, δεξιότερα το υψίπεδο Θαρσίς και τα ηφαίστεια Ascraeus, Pavonis και Arsia και αμέσως μετά η γιγάντια σχισμή της Κοιλάδας Mariner (MOLA Science Team).

Η σπουδαιότερη, όμως, ανακάλυψη του Mariner 9, και συνάμα η πρώτη σοβαρή ένδειξη για την ύπαρξη νερού στον Άρη κατά το αρχέγονο παρελθόν του, ήταν ένα σύστημα από ρωγμές, ρήγματα, χαράδρες και κανάλια απορροής, τόσο αχανές που, εάν βρισκόταν στη Γη, θα διέτρεχε ολόκληρη την Ευρώπη, από την Λισαβώνα μέχρι πέρα από την Μόσχα: η Κοιλάδα Mariner. Πραγματικά, όπως ανακαλύψαμε αργότερα, το γιγάντιο αυτό ρήγμα και ιδιαίτερα η ανατολική του απόληξη έχουν εμφανή ίχνη διάβρωσης από νερό, που έχει χαθεί προ πολλού.

Προτού, όμως, αναφερθούμε εκτενέστερα στην Κοιλάδα Mariner και στο πώς ενδεχομένως σχηματίστηκε, αξίζει να σταθούμε λίγο στην ακραία διαφορά που παρατηρείται μεταξύ του γεωλογικά νεότερου, χαμηλότερου και σχετικά ομαλού βόρειου ημισφαιρίου του κόκκινου πλανήτη, σε σχέση με το πιο τραχύ, υπερυψωμένο κατά 5 km και γεμάτο κρατήρες νότιο ημισφαίριο. Οι απόψεις των επιστημόνων για το πώς ακριβώς σχηματίστηκε αυτή η Μεγάλη Διχοτομία του Φλοιού, όπως έχει ονομαστεί, εξακολουθούν να διίστανται.

Η Κοιλάδα Mariner εκτείνεται για περισσότερα από 4.000 km ανατολικά του υψιπέδου Θαρσίς, κατά μήκος του ισημερινού του πλανήτη, καταλαμβάνοντας περίπου το ένα πέμπτο της περιφέρειάς του. Οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι η γιγάντια αυτή σχισμή στον φλοιό του κόκκινου πλανήτη

διανοίχτηκε εξαιτίας της ηφαιστειακής και τεκτονικής δραστηριότητας που σχημάτισε το υψίπεδο Θαρσίς, έναν βασάλτινο όγκο, που στην Γη θα κάλυπτε ολόκληρη την Ευρώπη, μέχρι το ύψος του Έβερεστ. Απ’ ό,τι φαίνεται, το υψίπεδο Θαρσίς άρχισε να διαμορφώνεται πριν από σχεδόν 4 δισ. χρόνια, καθώς τεράστιες ποσότητες καυτού μάγματος αναδύονταν από τα έγκατα του πλανήτη διά μέσου μιας θερμικής «στήλης» και ολόκληρη η περιοχή άρχισε σιγά-σιγά να ανυψώνεται. Η βίαιη αυτή δραστηριότητα, αλλά και το αμύθητο βάρος του βασάλτινου αυτού όγκου, διέρρηξε τα πετρώματα του φλοιού, σχηματίζοντας ρωγμές ή/και ενεργοποιώντας κάποια προϋπάρχοντα γεωλογικά ρήγματα.

Καθώς η επιφάνεια του Άρη σχιζόταν από τις ρωγμές, τα σχεδόν κατακόρυφα τοιχώματα των φαραγγιών της νεογέννητης κοιλάδας κατέρρεαν, διευρύνοντας τις γιγάντιες σχισμές όλο και περισσότερο. Αυτό εικάζεται ότι συνέβη εξαιτίας κατολισθήσεων, ροών λάβας, αλλά και καταστροφικών πλημμυρικών φαινομένων, που προκλήθηκαν όταν νερό που ήταν φυλακισμένο στο υπέδαφος ξεχύθηκε προς τα έξω. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τόσο στο βορειοδυτικό, όσο και στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας Mariner, έχουν ήδη εντοπιστεί ενδείξεις τέτοιων πλημμυρών.

Το πώς ακριβώς σχηματίστηκαν αυτά τα εντυπωσιακά γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά στην επιφάνεια του κόκκινου πλανήτη παραμένει ακόμα και σήμερα πεδίο διαμάχης μεταξύ των επιστημόνων και υπάρχουν πολλά ακόμη που εξακολουθούμε να αγνοούμε γι’ αυτήν την περίοδο της ιστορίας του. Γνωρίζουμε, ωστόσο, δεν ήταν μία μόνο η αιτία που σμίλεψε κατ’ αυτόν τον τρόπο την επιφάνειά του. Προσκρούσεις γιγάντιων αστεροειδών, ακραία ηφαιστειακή και τεκτονική δραστηριότητα, διάβρωση, κατολισθήσεις, τεράστιες πλημμύρες, όλες αυτές οι διαφορετικές φυσικές «δυνάμεις» συνέβαλαν, ώστε να δώσουν στον κόκκινο πλανήτη την σημερινή του όψη.

Όπως θα δούμε αναλυτικότερα σε επόμενο άρθρο (που θα εστιάζει στην εξερεύνηση του Άρη), ο κόκκινος πλανήτης διαθέτει ακόμη και σήμερα σημαντικές ποσότητες πάγου, τόσο στις πολικές του περιοχές, όσο και στο υπέδαφος του. Πολύ περισσότερο, όμως, όλα τα δεδομένα που έχουμε συλλέξει έως τώρα καταδεικνύουν ότι πριν από 3,5-4 δισ. χρόνια ο πλανήτης αυτός διέθετε νερό σε υγρή μορφή και μάλιστα σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες απ’ αυτές που αντιστοιχούν στα αποθέματα πάγου που έχουμε ήδη εντοπίσει. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η ζωή, όπως τουλάχιστον την γνωρίζουμε, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς νερό σε υγρή μορφή, ο πλανήτης αυτός διέθετε απ’ ό,τι φαίνεται ένα σαφώς ευνοϊκότερο περιβάλλον, όπου θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί οι απλούστερες μορφές της. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ζωή όντως έκανε τότε τα πρώτα της δειλά βήματα στην επιφάνεια του κόκκινου πλανήτη, πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο στην προσπάθειά μας να αναζητήσουμε τα ίχνη της ζωής και εκτός του πλανήτη μας.

π