Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι επιτέλους εδώ και έφτασε πια ο καιρός που σύντομα θα βρεθούμε ‒για τα καλά‒ στις παραλίες. Φυσικά, βασική προϋπόθεση για να μπορέσουμε να απολαύσουμε τις διακοπές μας, είναι να παραμείνουμε ασφαλείς σε αυτές. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει μια σειρά από κανόνες τους οποίους οι λαοί που ζουν κοντά στη θάλασσα, όπως και εμείς, γνωρίζουν και ακολουθούν, και οι κανόνες αυτοί αναπαράγονται περνώντας από γενιά σε γενιά.

Ένας από αυτούς τους κανόνες είναι ότι πρέπει κανείς να περιμένει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (συνήθως αναφέρεται το διάστημα των τριών ωρών) από τη στιγμή που θα φάει, προκειμένου να μπορέσει, με ασφάλεια, να ξαναμπεί στη θάλασσα. Η ακριβής αιτιολόγηση αυτού του κανόνα είναι ασαφής, αλλά στο μυαλό των περισσότερων συνδέεται με το γεγονός ότι πριν την πάροδο των δύο ωρών, δεν έχει ολοκληρωθεί η διεργασία της πέψης, με άλλα λόγια δεν έχουμε προλάβει ακόμη να χωνέψουμε. Τα δεινά που θεωρείται ότι μπορεί να συμβούν λόγω της ατελούς πέψης είναι αρκετά. Μια θεωρούμενη μετακίνηση του αίματος στο στομάχι, προκειμένου να γίνει η πέψη, συχνά εκτιμάται ότι μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη και ταχύτερη κούραση των άκρων, και κατ’ επέκταση να αυξήσει την πιθανότητα πνιγμού, ή και σε αυξημένη πιθανότητα ανακοπής. Επίσης, η ατελής πέψη συνδέεται με την πιθανότητα παλινδρόμησης της τροφής, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα πνιγμού. Τέλος, η κολύμβηση άμεσα μετά το φαγητό είναι συνδεδεμένη με τον φόβο κραμπών, οι οποίες και πάλι οδηγούν στον φόβο του πνιγμού. Κάποια ή και όλα από τα παραπάνω δικαιολογούν για τους περισσότερους ανθρώπους την ύπαρξη και τήρηση του κανόνα της αναμονής ενός σεβαστού χρονικού διαστήματος πριν την επιστροφή στο νερό.

Ανταποκρίνεται όμως στην πραγματικότητα η κοινή αυτή αντίληψη; Ή μήπως είναι μάταιο το μαρτύριο που υφίστανται ‒ιδιαίτερα οι μικροί μας φίλοι‒ μετρώντας αντίστροφα τα δευτερόλεπτα μέχρι να πάρουν… το «ελεύθερο» για να βουτήξουν και πάλι στο νερό;

Η αλήθεια είναι πως όχι, δεν υπάρχει καμία στατιστική μελέτη που να επιβεβαιώνει την υπόθεση της αύξησης του αριθμού των πνιγμών εξαιτίας του «γεμάτου στομαχιού». Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από το τελευταίο γεύμα δεν συσχετίζεται με τον αριθμό των πνιγμών. Η είσοδος στο νερό, αυτή καθ’ αυτή, αλλά και το «πλατσούρισμα» μετά το φαγητό δεν μας δημιουργεί κανένα πραγματικό πρόβλημα. Από την άλλη, είναι σκόπιμο, σε αυτό το σημείο, να αναφερθεί ότι κάθε μορφή έντονης άσκησης, μετά το φαγητό, μπορεί να έχει κάποιες δυσάρεστες επιπτώσεις για τον οργανισμό μας και να μας δημιουργήσει δυσφορία.

Μετά την κατανάλωση ενός γεύματος, αυξημένο ποσοστό οξυγονωμένου αίματος και ενέργειας απαιτείται στο στομάχι προκειμένου να μπορέσει να γίνει η διεργασία της πέψης, κατά την οποία το φαγητό θα διασπαστεί σε πολύ μικρά τμήματα που θα χρησιμοποιηθούν άμεσα ή έμμεσα για την παραγωγή ενέργειας από το σώμα μας. Ωστόσο και οι μύες, κατά τη σύσπασή τους, απαιτούν οξυγόνο προκειμένου να έχουν την απαιτούμενη ενέργεια για να λειτουργήσουν. Η αύξηση του ποσοστού οξυγονωμένου αίματος που χρησιμοποιείται από το στομάχι κατά την πέψη αποτελεί μία από τις βάσεις του μύθου. Δημιουργείται η εντύπωση ότι η μείωση του διαθέσιμου οξυγονωμένου αίματος ‒λόγω της αξιοποίησης του οξυγόνου για την πέψη‒ οδηγεί σε ανεπάρκειά του ως προς την κάλυψη των αναγκών των μυών. Στην πραγματικότητα, η ποσότητα οξυγονωμένου αίματος είναι επαρκής, ώστε να καλύψει και τις δύο λειτουργίες του σώματος, εάν δεν πρόκειται για ακραίες συνθήκες, υπερβολικού φαγητού και τρομερά έντονης άσκησης.

Σε γενικές γραμμές, δεν είναι ιδιαίτερα καλή ιδέα να προβεί κανείς σε οποιαδήποτε ιδιαίτερα έντονη άσκηση μετά από ένα γεύμα ανάλογο εκείνου του Πασχαλινού τραπεζιού. Μερικά από τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσει κανείς είναι οι στομαχικές ή μυϊκές κράμπες, η ναυτία, το «κάψιμο» στο διάφραγμα και ο εμετός. Ταυτόχρονα, συχνά, τα πολύ μεγάλα γεύματα ακολουθούνται από μια σχεδόν ληθαργική κατάσταση για το άτομο. Ένα στοιχείο που αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό είναι το εξής. Παρότι η πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων του ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος είναι αυξημένη όταν ασκούμαστε μετά από ένα μεγάλο γεύμα, το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση έντονης άσκησης με «άδειο» στομάχι.

Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να διερευνήσουμε τι νοείται ως κολύμπι, για άτομα που δεν είναι αθλητές κολύμβησης, και πόσο έντονη άσκηση θεωρείται. Γενικά, το κολύμπι ως μέσο άσκησης θεωρείται μία μέτριας ή και υψηλής έντασης άσκηση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των μικρών παιδιών, το κολύμπι συνδυάζεται με ποικιλία επιπλέον δραστηριοτήτων, από κυνηγητό και παιχνίδια με μπάλα στα ρηχά έως κυβιστήσεις (οι γνωστές μας και ως κωλοτούμπες!) και μακροβούτια σε ρηχότερα ή βαθύτερα νερά. Η έντονη άσκηση μετά από ένα πλήρες γεύμα, όπως ήδη αναφέρθηκε, μπορεί να επιφέρει μια σειρά από δυσάρεστα συμπτώματα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αυτά είναι μοιραία!

Είναι βέβαιο ότι συμπτώματα όπως οι κράμπες, η ναυτία ή ο εμετός είναι δυσάρεστα, ιδιαίτερα όταν συμβαίνουν σε ένα υδάτινο περιβάλλον, ακόμη και για ενήλικες με μεγάλη ευχέρεια στο κολύμπι. Παρ’ όλα αυτά η συσχέτιση αυτών με αυξημένη πιθανότητα πνιγμού είναι αυθαίρετη και δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που να την επιβεβαιώνουν. Ιδιαίτερα για τα παιδιά, ίσως είναι πιθανότερο να πανικοβληθούν και να μην καταφέρουν να διαχειριστούν με ικανοποιητικό τρόπο μια ενδεχόμενη δυσφορία. Ωστόσο η πιθανότητα εμφάνισης ενός τέτοιου συμπτώματος δεν αιτιολογεί την ύπαρξη και κυρίως την αυστηρότητα του κανόνα της αποχής από το νερό. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι όταν μιλάμε για παιδιά, η στενή επιτήρηση, ειδικά όσο βρίσκονται στο νερό, είναι απαραίτητη, ανεξαρτήτως του εάν έχει προηγηθεί ή όχι κάποιο γεύμα.

Κάτι που μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης των ενοχλητικών συμπτωμάτων που σχετίζονται με το φαγητό και την άσκηση είναι η καλή ενυδάτωση, η οποία είναι χρήσιμη και αναγκαία για πολλούς επιπλέον λόγους πέραν από αυτόν, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Καταλήγοντας λοιπόν, αν παραγγείλουμε όλο τον κατάλογο της ταβέρνας ίσως είναι πιο σκόπιμο να ρίξουμε έναν υπνάκο! Κατά τ’ άλλα, καταρρίπτοντας τον μύθο του γνώριμου σε όλους μας κανόνα, καλές βουτιές, πάντα «ακούγοντας» το σώμα μας και μη πιέζοντάς το, και πάντα με τον «νου μας στο παιδί».  

Βιβλιογραφία

Ball, J. R. (1962). Effect of eating at various times upon subsequent performances in swimming. Research Quarterly. American Association for Health, Physical Education and Recreation33(2), 163-167.

Chambers, P., Quan, L., Wernicke, P., & Markenson, D. (2011). American Red Cross Scientific Advisory Committee Scientific Review: Eating Before Swimming. International Journal of Aquatic Research and Education, 5(4). https://doi.org/10.25035/ijare.05.04.12

Maughan, R. J., & Shirreffs, S. M. (2019). Muscle cramping during exercise: causes, solutions, and questions remaining. Sports Medicine49(2), 115-124.

Mohr, D. R., & Steinhaus, A. H. (1961). Evidence and opinions related to swimming after meals. Journal of Health, Physical Education, Recreation32(4), 59-59.

Samborski, P., Chmielarz-Czarnocińska, A., & Grzymisławski, M. (2013). Exercise-induced vomiting. Gastroenterology Review/Przegląd Gastroenterologiczny8(6), 396-400.

Schuman, A. J. (2001). Pediatric urban legends: Debunking common myths. Contemporary Pediatrics18(3), 115.

Waaler, B. A., & Toska, K. (1999). Digestive system's large and changing needs of blood supply. Tidsskrift for den Norske Laegeforening: Tidsskrift for Praktisk Medicin, ny Raekke119(5), 664-666.

https://www.bbc.com/future/article/20130401-can-you-swim-just-after-eating

https://www.bupa.co.uk/health-information/exercise-fitness/exercise-muscle-cramps

https://www.britannica.com/story/is-it-really-dangerous-to-swim-after-eating

https://www.medicinenet.com/drowning/article.htm

 

κετ