Το άγχος και ο φόβος αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για τους οργανισμούς, καθώς δρουν ως ενδογενή προειδοποιητικά σήματα σε εν δυνάμει επικίνδυνα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Χρησιμεύουν ως «διεγέρτες» για την εμφάνιση συμπεριφορών, οι οποίοι επιτρέπουν στους οργανισμούς να αποφύγουν τα ερεθίσματα που τους γέννησαν φόβο και καθιστούν την επιβίωση στα διάφορα περιβάλλοντα πιο επιτυχημένη.

Μπορεί όμως ένα παράσιτο να μειώσει ή και να εξαφανίσει συνολικά την αίσθηση του φόβου;

Το Toxoplasma gondii είναι ένα πρωτόζωο που περνά τον περισσότερό του χρόνο στο έντερο αιλουροειδών, ενώ για να ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής του χρειάζεται να μολύνει άλλα ζώα, θηλαστικά, πτηνά ή μαρσιποφόρα. Όταν κύστεις (μία μορφή του παρασίτου) καταναλωθούν από κάποιο ζώο, τα παράσιτα διασκορπίζονται στον οργανισμό, μολύνοντας μία σειρά από όργανα, μεταξύ των οποίων και ο εγκέφαλος. Τα παράσιτα επιστρέφουν στα αιλουροειδή, όταν εκείνα θα τραφούν με κάποιο μολυσμένο ζώο. Όταν ερευνητές μόλυναν ποντικούς με Toxoplasma gondii, παρατήρησαν αλλαγή στη συμπεριφορά τους όσον αφορά τους αιλουροειδείς θηρευτές τους. Συγκεκριμένα, τα ποντίκια έδειχναν αυξημένη έλξη για μυρωδιές προερχόμενες από γάτες, ένα φαινόμενο που έχει χαρακτηριστεί ως «μοιραία έλξη». Φαίνεται όμως πως δεν είναι η μοναδική αλλαγή που προκαλείται στη συμπεριφορά, όπως αναδείχθηκε από πρόσφατη έρευνα πανεπιστημίου της Σουηδίας.

Χρόνια μόλυνση ποντικών από Toxoplasma προκαλεί μείωση στην εκδήλωση συμπεριφορών άγχους και αυξάνει την εμφάνιση εξερευνητικών συμπεριφορών και την εκδήλωση περιέργειας. Αυτές οι αλλαγές στη συμπεριφορά υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας πιθανής μείωσης της ικανότητας των ποντικών να επεξεργαστούν αποτελεσματικά τα σήματα του περιβάλλοντος που δηλώνουν την παρουσία πιθανής απειλής. Αντίθετα με τη μέχρι τώρα εικόνα των ερευνητών, τα ποντίκια εκδήλωσαν μειωμένο φόβο όχι μόνο προς τις γάτες, αλλά και απέναντι σε μία ποικιλία άλλων θηρευτών και κινδύνων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα μολυσμένα ποντίκια προσέγγιζαν και «σκουντούσαν» τα χέρια των ερευνητών, ενώ αντίθετα τα υγιή απομακρύνονταν. Το μέγεθος των αλλαγών στη συμπεριφορά σχετίζεται με το παρασιτικό φορτίο στον εγκέφαλο, δηλαδή με την «βαρύτητα» της μόλυνσης.

Η παραμονή του παρασίτου στον εγκέφαλο προκαλεί μεταβολές στην κανονική λειτουργία του τροποποιώντας την έκφραση κάποιων γονιδίων. Όσον αφορά στους ανθρώπους, τα συμπτώματα δεν φαίνεται να έχουν την έκταση που παρατηρούμε στα ποντίκια. Παρ’ όλα αυτά, η αποσαφήνιση των συγκεκριμένων μηχανισμών και διαδικασιών που εμπλέκονται στην μεταβολή της συμπεριφοράς των ποντικών θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε καλύτερα τον φόβο και πώς αυτός «παίρνει σάρκα και οστά» στον εγκέφαλο.

Βιβλιογραφία

Berdoy, M., Webster, J. P., & Macdonald, D. W. (2000), Fatal attraction in rats infected with Toxoplasma gondii. Proceedings of the Royal Society of London. Series B: Biological Sciences, 267(1452), 1591-1594.

Boillat, M. et al. (2020), Neuroinflammation-associated a specific manipulation of mouse predator fear by Toxoplasma gondii. Cell Reports

Kannan, G. et al. (2010), Toxoplasma gondii strain-dependent effects on mouse behaviour. Folia parasitologica, 57(2), 151.

Siepmann, M., & Joraschky, P. (2007), Modelling anxiety in humans for drug development. Current neuropharmacology, 5(1), 65-72.

Vyas, A. et al. (2007), Behavioral changes induced by Toxoplasma infection of rodents are highly specific to aversion of cat odors. Proceedings of the National Academy of Sciences, 104(15), 6442-6447. 

κετ