Στις 4 Νοεμβρίου 2019, μία μέρα πριν την πρώτη επέτειο της ιστορικής αυτής διάβασης, δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Nature Astronomy πέντε μελέτες που αναλύουν τα δεδομένα που συνέλεξε το Voyager 2 κατά την διέλευσή του από την ηλιόπαυση.

Ο Ήλιος δεν εκλύει μόνο ακτινοβολία. Τεράστιες ποσότητες φορτισμένων σωματιδίων ξεχύνονται ορμητικά από την επιφάνειά του, σε μια ασταμάτητη ροή, που σχηματίζει τον Ηλιακό άνεμο. Ο Ηλιακός άνεμος, «παρασέρνει» μέρος από το μαγνητικό πεδίο του Ήλιου στο Διάστημα, σχηματίζοντας γύρω από το Ηλιακό μας σύστημα μια προστατευτική «φυσαλίδα», την ηλιόσφαιρα. Το απώτατο όριο στο οποίο εκτείνεται η μαγνητική επιρροή του Ήλιου φτάνει μέχρι την επιφάνεια αυτής της φυσαλίδας (προς την κατεύθυνση που κινείται ο Ήλιος και το Ηλιακό μας σύστημα, καθώς περιφέρονται γύρω από το γαλαξιακό κέντρο) και ονομάζεται ηλιόπαυση. Η ηλιόπαυση βρίσκεται σε απόσταση 121 ΑΜ, δηλαδή σε απόσταση περίπου 121 φορές μεγαλύτερη από την μέση απόσταση της Γης από τον Ήλιο. Πέρα από το όριο αυτό αρχίζει το μεσοαστρικό διάστημα.[1]

Το Voyager 2 εκτοξεύθηκε στις 20 Αυγούστου 1977, 16 ημέρες πριν το Voyager 1, ακολουθώντας μία τροχιά που του επέτρεψε να επισκεφθεί, όχι μόνο τον Δία και τον Κρόνο, αλλά και τους παγωμένους γίγαντες Ουρανό και Ποσειδώνα. Έκτοτε, καμία άλλη διαστημοσυσκευή δεν έχει επισκεφθεί αυτούς τους δύο πιο απομακρυσμένους πλανήτες του Ηλιακού συστήματος. 

Σήμερα, περίπου 42 χρόνια μετά την εκτόξευσή του και έχοντας απομακρυνθεί περισσότερα από 18 δισ. km (ή 122 ΑΜ) από την Γη, το Voyager 2 έχει την «τιμή» να είναι η δεύτερη διαστημοσυσκευή, μετά το Voyager 1, που αφήνει πίσω της το Ηλιακό σύστημα, ταξιδεύοντας μέσα στην απεραντοσύνη του μεσοαστρικού Διαστήματος (φωτογρ. NASA). To Voyager 1, από την άλλη, βρίσκεται ήδη 148 ΑΜ μακριά από την Γη, ενώ «απέδρασε» από τα όρια του Ηλιακού μας συστήματος στις 25 Αυγούστου 2012. Οι αστρονόμοι που ελέγχουν τα δύο Voyager υπολογίζουν ότι οι δύο διαστημοσυσκευές διαθέτουν αρκετή ενέργεια, ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν μέχρι το 2025. Από τη στιγμή αυτή και μετά, θα συνεχίζουν την διαστημική τους περιπλάνηση, ακυβέρνητα πια και χωρίς να μας στέλνουν άλλα δεδομένα.

Θα μπορούσαν αυτοί οι διαστημικοί θαλασσοπόροι να εντοπιστούν από κάποιον ανεπτυγμένο εξωγήινο πολιτισμό, εάν υποθέσουμε φυσικά ότι όντως υπάρχει τέτοιος στον Γαλαξία μας, αλλά και με την προϋπόθεση ότι τα δύο Voyager θα κατορθώσουν να επιβιώσουν στο αφιλόξενο περιβάλλον του μεσοαστρικού Διαστήματος; Οι ερευνητές που σχεδίασαν τις αποστολές των Voyager δίνουν καταφατική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Γι’ αυτό εξάλλου εξόπλισαν κάθε Voyager με ένα χάλκινο επιχρυσωμένο δίσκο 12 ιντσών, στον οποίο είναι καταγεγραμμένο ένα μήνυμα της ανθρωπότητας προς κάθε άλλη νοημοσύνη, που πιθανόν υπάρχει εκεί έξω. Στους επιχρυσωμένους δίσκους των δύο Voyager έχουν καταγραφεί ήχοι και εικόνες από τη Γη, όπως καλωσορίσματα σε 55 γλώσσες, ήχοι της φύσης και αποσπάσματα 27 μουσικών συνθέσεων, καθώς επίσης και η θέση μας στο Γαλαξία και στο Ηλιακό μας Σύστημα. Στους δίσκους αυτούς έχει τοποθετηθεί από μία ραδιενεργή πηγή, η οποία θα επιτρέψει σ’ εκείνον που πιθανώς τους ανακαλύψει να υπολογίσει το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την εκτόξευσή τους. Το περιεχόμενο του μηνύματος αυτού επιλέχθηκε από επιτροπή της NASA με επικεφαλής τον Αμερικανό αστρονόμο Carl Sagan (1934–1996).

Περισσότερες πληροφορίες για το μέλλον της διαστημικής εξερεύνησης μπορείτε να αντλήσετε από την ψηφιακή παράσταση Το Μέλλον στο Διάστημα, καθώς και από το βιβλίο που την συνοδεύει.

[1] Η βαρυτική επιρροή του Ήλιου, ωστόσο, φτάνει πολύ πιο μακριά, μέχρι το Νέφος Oort, ένα σφαιρικό νέφος παγωμένων σωμάτων, απ’ το οποίο εικάζεται ότι προέρχονται οι κομήτες μεγάλης περιόδου. Το Νέφος Oort βρίσκεται τόσο μακριά μας, ώστε τα εξωτερικά του όρια ίσως και να υπερβαίνουν το μέσο της απόστασης από τον Εγγύτατο του Κενταύρου, το πλησιέστερο σε μας άστρο, περίπου 4,2 έτη φωτός μακριά.

π