Όταν το 1584 ο καθολικός ιερέας και στοχαστής Giordano Bruno (1548–1600) υποστήριζε ότι υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι και πλανήτες, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι 400 χρόνια αργότερα αυτή ακριβώς η σκέψη του θα αποδεικνυόταν αληθινή.

Αν και αυτή η αιρετική, για την εποχή της, άποψη ήταν ο ένας από τους λόγους που τον οδήγησε 16 χρόνια αργότερα στην πυρά, σήμερα την θεωρούμε αυτονόητη. Καθημερινά, εξάλλου, ανακαλύπτουμε διαρκώς νέους πλανήτες γύρω από άλλα άστρα.

Θα μπορούσαν κάποιοι απ’ αυτούς να φιλοξενούν μορφές ζωής; Ακόμη περισσότερο, υπάρχει και αλλού στο Σύμπαν ζωή με νοημοσύνη; Αυτό, διαχρονικά, είναι ένα από τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά και επιστημονικά ερωτήματα που έθεσε ποτέ ο άνθρωπος, το οποίο ως τώρα παραμένει αναπάντητο. Για πρώτη, όμως, φορά στην ανθρώπινη ιστορία διαθέτουμε τις γνώσεις και την τεχνολογική δυνατότητα, που θα μας επιτρέψουν να το απαντήσουμε (φωτογρ. NASA/JPL-Caltech).

Πώς, όμως, μπορούμε να αποδείξουμε ότι υπάρχει ζωή και σε άλλους πλανήτες; Βασισμένοι στις έως τώρα επιστημονικές και τεχνολογικές μας γνώσεις, μπορούμε να αποφανθούμε για τις πιθανότητες ύπαρξης ζωής στην επιφάνεια ενός εξωπλανήτη, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ζωή έχει την ιδιότητα να μεταβάλλει την χημεία της ατμόσφαιράς του, όπως ακριβώς η ζωή στην Γη συνεχίζει να μεταβάλλει την γήινη ατμόσφαιρα, εμπλουτίζοντάς την διαρκώς με οξυγόνο.

Αναλύοντας, λοιπόν, το φάσμα της ατμόσφαιρας ενός πλανήτη, αναζητούμε «βιοϋπογραφές», δηλαδή συγκεκριμένες χημικές ενώσεις, οι οποίες θα είχαν μικρή πιθανότητα να οφείλονται σε μη βιολογικές διεργασίες. Υπ’ αυτήν την έννοια, όμως, δεν μπορούμε να μιλάμε για «αποδείξεις», αλλά μόνο για σοβαρές ενδείξεις.

Η ανάλυση, λοιπόν, της ακτινοβολίας του άστρου που διέρχεται από την ατμόσφαιρα ενός εξωπλανήτη μπορεί να μας προσδιορίσει τα αέρια που εμπεριέχει. Με βάση τα όσα γνωρίζουμε για την ζωή στην Γη, η σπουδαιότερη ίσως «βιοϋπογραφή» είναι το οξυγόνο, ενώ άλλες πιθανές βιοϋπογραφές είναι το όζον (μόριο που εμπεριέχει 3 άτομα οξυγόνου), το άζωτο, το μεθάνιο, το οξείδιο του αζώτου και το διοξείδιο του άνθρακα.

Η ανακάλυψη, πάντως, ενός εξωπλανήτη που θα μπορούσε να φιλοξενεί ζωή, δεν ισοδυναμεί με την ανακάλυψη ενός εξωπλανήτη που όντως φιλοξενεί ζωή. Εκτός αυτού, η ανακάλυψη βιοϋπογραφών δεν απαντά στο ερώτημα της ύπαρξης πιο σύνθετων μορφών ζωής.

Σύμφωνα, ωστόσο, με τα όσα γνωρίζουμε για την ζωή στην Γη, οι πιο σύνθετοι οργανισμοί εξελίχθηκαν από απλούστερους.  Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η ζωή θα ακολουθούσε παρόμοια εξελικτική πορεία και σε άλλους πλανήτες που μοιάζουν με τον δικό μας.

Εάν, όμως, η ζωή έχει όντως εμφανιστεί και αλλού στο Σύμπαν, μπορούμε άραγε να ισχυριστούμε το ίδιο και για μορφές ζωής που έχουν αναπτύξει νοημοσύνη; Με άλλα λόγια υπάρχουν άλλοι εξωγήινοι πολιτισμοί στον Γαλαξία μας;

Ο πρώτος επιστήμονας που προσπάθησε να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα ήταν ο αστρονόμος Frank Drake (1930–), ο οποίος επινόησε το 1961 μία εξίσωση, που έκτοτε φέρει το όνομά του, με την οποία μπορεί να εκτιμηθεί ο αριθμός των εξωγήινων πολιτισμών του Γαλαξία μας, που έχουν αναπτύξει τεχνολογία διαστρικής επικοινωνίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια άσκηση πιθανοτήτων, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των εξωγήινων πολιτισμών του Γαλαξία μας που θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μας, ισούται με το γινόμενο 7 παραγόντων:

i. τον μέσο ρυθμό σχηματισμού των άστρων του Γαλαξία μας ανά έτος,
ii. το ποσοστό των άστρων που διαθέτουν πλανήτες,
iii. τον μέσο αριθμό των πλανητών του κάθε αστρικού συστήματος, που έχουν συνθήκες ευνοϊκές για την ζωή,
iv. από τους πλανήτες του (iii) το ποσοστό εκείνων των πλανητών, στους οποίους θα αναπτυχθεί τελικά η ζωή,
v. το ποσοστό απ’ αυτούς, όπου η ζωή αναπτύσσει τελικά νοημοσύνη,
vi. από το ποσοστό των πλανητών (v), το ποσοστό εκείνων, στους οποίους η εξωγήινη νοημοσύνη αναπτύσσει πολιτισμό και τεχνολογία ικανή για διαστρική επικοινωνία,
vii. το χρονικό διάστημα στο οποίο αυτοί οι εξωγήινοι πολιτισμοί παραμένουν τεχνολογικά ενεργοί.
 
Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε κανέναν από τους παράγοντες αυτής της εξίσωσης με ακρίβεια και προς το παρόν μόνο εκτιμήσεις μπορούμε να κάνουμε, ενώ όσο πηγαίνουμε από τον πρώτο προς τον τελευταίο παράγοντα, η ακρίβεια των εκτιμήσεών μας μειώνεται όλο και περισσότερο.

Πραγματικά, όσο προοδεύει η αστρονομική έρευνα, τόσο περισσότερο θα βελτιώνονται και οι εκτιμήσεις μας για τον αριθμό των πλανητών του Γαλαξία μας που είναι ικανοί να υποστηρίξουν την ζωή. Οι τελευταίοι τέσσερεις παράγοντες της εξίσωσης ωστόσο παραμένουν εν πολλοίς άγνωστοι.

Δεδομένης, όμως, της ανακάλυψης των ακραιόφιλων οργανισμών, οι οποίοι επιβιώνουν σε ορισμένες από τις πιο ακραίες συνθήκες του πλανήτη μας, η πιθανότητα να έχουν εμφανιστεί μορφές ζωής και σε άλλους εξωπλανήτες δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί.

Πόσο πιθανό, όμως, είναι η ζωή που θα εμφανιστεί σ’ έναν εξωπλανήτη να εξελιχτεί σε ζωή με νοημοσύνη; Παρόλο που δεν γνωρίζουμε ακόμη την απάντηση, αρκετοί επιστήμονες θεωρούν ότι από την στιγμή που θα εμφανιστεί η ζωή, η εξέλιξή της σε ζωή με νοημοσύνη είναι σχεδόν αναπόφευκτη, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν θα καταστραφεί εν τω μεταξύ από φυσικές ή άλλες καταστροφές.

Οι δύο τελευταίοι παράγοντες της Εξίσωσης Drake είναι και οι πιο δύσκολοι να υπολογιστούν, αφού τόσο η εξέλιξη ενός τεχνολογικού πολιτισμού, όσο και η διάρκεια της ζωής του εξαρτώνται από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, η εκτίμηση των οποίων είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Επιπλέον, εάν αναλογιστούμε πόσο δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε και να προβλέψουμε το πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι ανθρώπινες κοινωνίες, μπορούμε να φανταστούμε πόσο πιο δύσκολο είναι να κάνουμε κάτι αντίστοιχο για έναν εξωγήινο πολιτισμό.

Για να το θέσουμε διαφορετικά, προσπαθούμε να απαντήσουμε σε ένα σύνθετο πρόβλημα (δηλαδή το πώς αναπτύσσεται ένας εξωγήινος πολιτισμός, τι πιθανότητες έχει να αναπτύξει τεχνολογία διαστρικής επικοινωνίας και για πόσο χρονικό διάστημα θα μπορεί να την χρησιμοποιεί), το οποίο όμως δεν έχει ουσιαστικά κανένα δεδομένο για επεξεργασία (αφού ο μοναδικός πολιτισμός που γνωρίζουμε είναι ο δικός μας).

Ενδεχομένως κάθε επιστήμονας θα σας δώσει και μια διαφορετική εκτίμηση για τον αριθμό των εξωγήινων πολιτισμών του Γαλαξία μας. Εάν, όμως, όντως υπάρχουν πολλοί εξωγήινοι πολιτισμοί, γιατί δεν μας έχουν επισκεφτεί μέχρι σήμερα; Δεδομένων των τεράστιων αποστάσεων μεταξύ των άστρων του Γαλαξία μας και δεδομένου ότι τα διαστρικά ταξίδια περιορίζονται από την ταχύτητα του φωτός, αυτό εκ πρώτης δεν είναι τόσο παράξενο.

Εάν όμως, λάβουμε υπόψη μας το μέγεθος και την ηλικία του Γαλαξία μας, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι ένας εξωγήινος πολιτισμός δεκάδων εκατομμυρίων ετών θα είχε άπλετο χρόνο, ώστε να ταξιδέψει παντού στον Γαλαξία μας, ακόμη και με τις πιο συμβατικές μεθόδους προώθησης, που περιορίζουν την ταχύτητα των διαστρικών ταξιδιών σε επίπεδα πολύ μικρότερα από την ταχύτητα του φωτός. Στην χειρότερη περίπτωση, θα έπρεπε να έχουμε ανιχνεύσει κάποια ραδιοσήματα αυτού του πολιτισμού.

Εάν, μάλιστα, κρίνουμε από την «ανάγκη» για εξερεύνηση που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος, για να μην αναφερθούμε στις επεκτατικές του διαθέσεις, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ένας τέτοιος πολιτισμός θα είχε επισκεφτεί και ενδεχομένως αποικήσει και άλλους πλανήτες, συμπεριλαμβανομένου ίσως και του πλανήτη μας. Επομένως, τίθεται το ερώτημα: εάν υπάρχουν εξωγήινοι πολιτισμοί, πού βρίσκονται και γιατί δεν έχουμε έρθει σε επαφή μαζί τους; Το ερώτημα αυτό τέθηκε για πρώτη φορά από τον Ιταλό φυσικό Enrico Fermi (1901–1954) και είναι γνωστό έκτοτε ως το Παράδοξο του Fermi.

Μία απάντηση είναι ότι, ενώ η ζωή σε άλλους εξωπλανήτες είναι πιθανή, η ζωή με νοημοσύνη είναι εξαιρετικά σπάνια. Άλλες πιθανές απαντήσεις εστιάζουν στις τεράστιες αποστάσεις μεταξύ διαφορετικών εξωγήινων πολιτισμών, στο γεγονός ότι η διασπορά ενός πολιτισμού είναι απαγορευτική, τόσο από πλευράς κόστους, όσο και από πλευράς τεχνολογίας και πρώτων υλών, ακόμη και στο ότι τέτοιοι πολιτισμοί συνειδητά αποφασίζουν να παραμείνουν απομονωμένοι, θεωρώντας ότι η πιθανή επαφή τους με άλλους ενέχει μεγάλους κινδύνους για την επιβίωσή τους.

Κάποιοι άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν είμαστε ίσως αρκετά έξυπνοι ακόμα ώστε να αποκρυπτογραφήσουμε τα μηνύματα που μας έχουν ήδη στείλει, ενώ κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι η «μοίρα» της ζωής με νοημοσύνη είναι να αυτοκαταστραφεί, ενδεχομένως εξαιτίας της ανεξέλεγκτης τεχνολογικής της προόδου. Αυτές είναι λίγες μόνο από τις πιθανές απαντήσεις που έχουν δοθεί στην προσπάθεια των επιστημόνων να επιλύσουν το Παράδοξο του Fermi.

Είπαμε νωρίτερα ότι η ανίχνευση βιοϋπογραφών θα αποτελούσε σοβαρή ένδειξη για την ύπαρξη ζωής και αλλού. Χειροπιαστή απόδειξη, ωστόσο για την ύπαρξη ζωής με νοημοσύνη θα αποτελούσε μόνο η ανίχνευση ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών, είτε με την μορφή ραδιοσημάτων είτε σε άλλα μήκη κύματος. Μέχρι στιγμής, όμως, και με εξαίρεση τις προσπάθειες του Οργανισμού για την Αναζήτηση Εξωγήινης Νοημοσύνης SETI, δεν υπάρχει συστηματική παγκόσμια προσπάθεια ανίχνευσης τέτοιων σημάτων ή και μηνυμάτων, κρυμμένων στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.

Όμως, παρόλο που το φως ταξιδεύει με την τεράστια και ανυπέρβλητη ταχύτητα των 300.000 km/s, οι διαστρικές αποστάσεις είναι τόσο αδιανόητα μεγάλες, που ακόμα και αν υποθέσουμε ότι το μήνυμα που στέλνουμε, συλλαμβάνεται και αποκρυπτογραφείται από κάποιον εξωγήινο πολιτισμό, η πιθανή απάντησή του θα έρθει όταν ο αποστολέας και οι απόγονοί του έχουν πεθάνει προ πολλού.

Γι’ αυτό και μια τέτοια ανταλλαγή μηνυμάτων έχει νόημα μόνο για τα πλησιέστερα σε μας αστρικά συστήματα, για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι επικίνδυνη, έτσι κι αλλιώς και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποφευχθεί.

Σύμφωνα με τις τελευταίες θεωρητικές μελέτες, ο Γαλαξίας μας ίσως να εμπεριέχει περισσότερους από 11 δισ. βραχώδεις πλανήτες, που βρίσκονται στην Κατοικήσιμη Ζώνη άστρων σαν τον Ήλιο, ενώ ο πλησιέστερος σε μας μπορεί να βρίσκεται μόλις 12 έτη φωτός μακριά.

Επιπλέον, με τουλάχιστον 100 δισ. γαλαξίες στο Σύμπαν, θα ήταν εξαιρετικά εγωκεντρικό ή γεωκεντρικό από μέρους μας να υποθέσουμε ότι είμαστε τα μοναδικά όντα με νοημοσύνη. Η αναζήτηση πλανητών γύρω από άλλα άστρα βρίσκεται ακόμα στην αρχή της, αφού μέχρι σήμερα οι τεχνολογικές μας δυνατότητες μάς επέτρεψαν να διερευνήσουμε ελάχιστα μόνο απ’ τα πλησιέστερα σε μας άστρα του Γαλαξία μας.

Είναι, μήπως, η Γη μας ένας ξεχωριστός και ιδιαίτερος πλανήτης, ο μοναδικός στο Σύμπαν που ευνόησε την εμφάνιση και την εξέλιξη της ζωής με νοημοσύνη; Όπως είπαμε, θα ήταν εξαιρετικά εγωκεντρικό από μέρους μας να υποθέσουμε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και η έρευνα συνεχίζεται. Τι θα μπορούσε άραγε να κρύβεται ανάμεσα στα αναρίθμητα άστρα των δισεκατομμυρίων γαλαξιών του Σύμπαντος;

Καθώς ο μεγάλος «ωκεανός» του Διαστήματος απλώνεται αχαρτογράφητος μπροστά μας, το ανήσυχο πνεύμα της εξερεύνησης, που μας ωθεί να ανακαλύψουμε τι βρίσκεται «εκεί έξω», παραμένει άσβεστο.

Δεν θα σταματήσει ποτέ να καθοδηγεί τα πρώτα μας βήματα στην προσπάθειά μας να απαντήσουμε στο κορυφαίο και αναπάντητο ακόμη ερώτημα: υπάρχει άραγε και κάπου αλλού στο Σύμπαν ζωή με νοημοσύνη;

π