Το καλοκαίρι πέρασε δίνοντας τη θέση του στο φθινόπωρο, που ήρθε φέρνοντας πτώση της θερμοκρασίας, βροχές και μαζί τους και τα πρώτα κρυολογήματα. Οι δύο τελευταίες χρονιές, λόγω της έξαρσης της COVID-19, μπορεί να διαφέρουν από τις υπόλοιπες, καθώς οι μάσκες και τα άλλα μέσα προστασίας έχουν περιορίσει αισθητά την εμφάνιση συμπτωμάτων κρυώματος, ωστόσο, όλοι έχουμε στο μυαλό μας ότι με την έλευση των πρώτων κρύων, έρχονται και τα κρυολογήματα. Σε κανέναν μας δεν είναι άγνωστη η φράση-σφραγίδα των μανάδων μας «ζακέτα να πάρεις» και ακόμα περισσότερο, όλοι έχουμε κατά νου πως πρέπει να ντυθούμε ζεστά και να προστατευτούμε από το κρύο, διαφορετικά, θα αρρωστήσουμε. Η αντίληψη, λοιπόν, ότι το κρύο προκαλεί κρυώματα είναι ευρέως διαδεδομένη. Είναι όμως και αληθής;

Η σύντομη απάντηση είναι όχι. Η σχέση του κρυολογήματος με το κρύο δεν είναι αιτιακή, δηλαδή δεν είναι σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Το λεγόμενο κρύωμα ή διαφορετικά το κοινό κρυολόγημα αναφέρεται σε λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, η οποία στην πλειονότητα των περιπτώσεων οφείλεται σε ιό και, ορθότερα, το κρυολόγημα αναφέρεται σε μία ομάδα λοιμώξεων του αναπνευστικού, όπως για παράδειγμα το κοινό κρυολόγημα και η γρίπη, που προκαλούνται από ιούς. Τα συμπτώματα ενός κρυολογήματος είναι λίγο πολύ σε όλους μας γνωστά και περιλαμβάνουν μπούκωμα και καταρροή, φτέρνισμα, ξηρότητα λαιμού, βήχα και χαμηλό πυρετό. Πάνω από 200 τύποι ιών μπορούν να προκαλέσουν τα συμπτώματα που συνολικά μας είναι γνωστά ως κρυολόγημα. Ο πιο συχνός, ωστόσο, είναι ο ρινοϊός (με πάνω από 100 στελέχη), ο οποίος ευθύνεται για την πλειονότητα των κρυολογημάτων σε όλες τις ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού. Άλλοι κοινοί υπαίτιοι των συμπτωμάτων που συνήθως χαρακτηρίζουμε ως «κρυολόγημα» είναι ο ιός της γρίπης, ο ιός της παραγρίπης και διάφοροι κορονοϊοί.

Οι χαμηλές θερμοκρασίες και η «αίσθηση» του κρύου συμπίπτουν με την αύξηση των κρυολογημάτων στην καθημερινότητά μας, με αποτέλεσμα να μας είναι πολύ πιο οικεία η εικόνα κάποιου «κρυωμένου» τον χειμώνα παρά το καλοκαίρι. Υπάρχει, πράγματι, μία σχέση συσχέτισης μεταξύ των δύο, δηλαδή μεταβολή στη μία παράμετρο (π.χ. αύξηση «αίσθησης κρύου»), συνοδεύεται από μεταβολή στην άλλη (π.χ. αύξηση νοσούντων από κρυολόγημα). Η σχέση συσχέτισης ανάμεσα σε δύο μεταβλητές δεν συνεπάγεται αυτομάτως και σχέση αιτιότητας, καθώς άλλες παράμετροι μπορεί να ευθύνονται (να διαμεσολαβούν) για τις μεταβολές των δύο υπό μελέτη μεταβλητών. Ένα παράδειγμα που μπορεί να αναδείξει την διαφορά ανάμεσα στην συσχέτιση και την αιτιότητα είναι το εξής. Η πώληση των παγωτών αυξάνεται το καλοκαίρι καθώς και η πώληση γυαλιών ηλίου. Η αγορά παγωτού όμως δεν προκαλεί την αγορά γυαλιών ηλίου και ούτε και το αντίστροφο. Οι δύο μεταβλητές συσχετίζονται αλλά δεν έχουν σχέση αιτίας και αποτελέσματος.

Αντίθετα με το παραπάνω παράδειγμα με τα παγωτά και τα γυαλιά ηλίου, η σχέση κρυώματος και χαμηλής θερμοκρασίας είναι πιο σύνθετη, γεγονός που κάνει λιγότερο προφανή την ερμηνεία μας σχετικά με την σχέση τους και αφήνει χώρο σε παρανοήσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η διαλεύκανσή της έχει απασχολήσει για χρόνια και την επιστημονική κοινότητα, μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, παρότι είναι μία αντίληψη που είναι βαθιά ριζωμένη στη συλλογική μας κουλτούρα, το να κρυώνουμε δεν οδηγεί στην εμφάνιση των συμπτωμάτων του κρυολογήματος. Διάφορες πειραματικές μελέτες στο παρελθόν, όπου ομάδες ανθρώπων τοποθετούνταν σε διαφορετικές θερμοκρασίες και μολύνονταν με ιούς κρυολογήματος, απέτυχαν να βρουν κάποια σχέση ανάμεσα στη θερμοκρασία και το ποσοστό των ανθρώπων που νόσησαν. Στην πραγματικότητα, τις περιόδους του έτους που κάνει κρύο οι πιθανότητες να «κρυώσουμε» είναι πράγματι αυξημένες και οι λόγοι γι’ αυτό είναι ποικίλοι.

Καταρχάς, μία από τις αιτίες που ευθύνονται για την αύξηση στα κρυολογήματα κατά τους ψυχρούς μήνες είναι η μεταβολή της συμπεριφοράς μας. Αφενός, εν αντιθέσει με τους θερμότερους μήνες, όταν «κάνει κρύο» οι άνθρωποι τείνουν να περνούν περισσότερο χρόνο σε κλειστούς χώρους διευκολύνοντας την μετάδοση ιών που προκαλούν κρυολόγημα. Αφετέρου, η λειτουργία των σχολείων, η οποία διακόπτεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, συμβάλλει κατά πολύ στη μετάδοση των ιών του κρυώματος.

Έπειτα, υπάρχουν κάποιες περιβαλλοντικές παράμετροι που διευκολύνουν την μετάδοση των ιών που προκαλούν κρυολόγημα. Η υγρασία και η θερμοκρασία είναι τέτοιες παράμετροι. Τον χειμώνα ο αέρας είναι πιο ξηρός και πιο ψυχρός. Η υγρασία του αέρα και η θερμοκρασία είναι παράμετροι που επηρεάζουν η μία την άλλη, αλλά και την ικανότητα μετάδοσης των ιών. Για παράδειγμα, η αυξημένη υγρασία του αέρα οδηγεί στη δημιουργία μεγάλων σωματιδίων που αποτελούνται από μόρια νερού και ιικά σωμάτια, τα οποία πέφτουν γρηγορότερα στο έδαφος, μειώνοντας τις πιθανότητες να τα εισπνεύσει κάποιος και να μολυνθεί. Ακόμη, η θερμοκρασία επηρεάζει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας ιός μπορεί να επιβιώσει στο εξωτερικό περιβάλλον και την ικανότητά του να πολλαπλασιαστεί αφότου εισέλθει στον οργανισμό που μολύνει. Για παράδειγμα, οι πιο ευνοϊκές συνθήκες θερμοκρασίας για τον ιό της γρίπης είναι οι 5Ο C.

Ακόμη, οι χαμηλές θερμοκρασίες του περιβάλλοντος προκαλούν κάποιες μεταβολές σε εμάς και ευνοούν την αυξημένη επέλαση των κρυολογημάτων κατά τους ψυχρούς μήνες. Η θερμοκρασία εντός της ρινικής μας κοιλότητας πέφτει όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι χαμηλή. Αυτό δημιουργεί ένα καλύτερο περιβάλλον για τον πολλαπλασιασμό ιών του κρυολογήματος. Παράλληλα, η έκθεση στον κρύο αέρα επιβραδύνει την διαδικασία μέσω της οποίας η παραγωγή και κίνηση της βλέννας της ρινικής κοιλότητας απομακρύνει ιικά σωμάτια που έχουν εναποτεθεί στο ρινικό επιθήλιο. Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο, πιθανά, τα κρυώματα είναι συνηθέστερα τον χειμώνα είναι η μειωμένη διάρκεια της ημέρας που συνοδεύει τους ψυχρούς μήνες και σχετίζεται με μειωμένα επίπεδα βιταμίνης D, η οποία ενισχύει τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος. Τέλος, έρευνες έχουν καταλήξει ότι η συνολική δράση του ανοσοποιητικού συστήματος δεν μειώνεται συναρτήσει του κρύου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την αντίδραση των κυττάρων του επιθηλίου της μύτης, που μολύνονται από ιούς κρυολογήματος, όταν η θερμοκρασία της ρινικής κοιλότητας είναι χαμηλή. Η μειωμένη «αντιική» αντίδραση των κυττάρων αυτών οδηγεί σε μειωμένη ικανότητα του περιορισμού του ιού.

Σε κάθε περίπτωση, ενάντια σε όσα έχουμε μάθει –μη εξαιρουμένης και της γράφουσας!‒ μεγαλώνοντας, η αίσθηση του κρύου και η φορεμένη ή ξεχασμένη ζακέτα δεν έχουν καμία σχέση με το εάν θα «αρπάξουμε» ένα κρύωμα. Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να φορέσουμε τα καλοκαιρινά μας ρούχα και να βγούμε για χιονοπόλεμο. Η παρατεταμένη έκθεση στο κρύο μπορεί να οδηγήσει σε υποθερμία, μία κατάσταση που αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για τον οργανισμό μας.

 

Βιβλιογραφία

Aranow, C. (2011). Vitamin D and the immune system. Journal of investigative medicine59(6), 881-886.

Brenner, I. K. M., Castellani, J. W., Gabaree, C., Young, A. J., Zamecnik, J., Shephard, R. J., & Shek, P. N. (1999). Immune changes in humans during cold exposure: effects of prior heating and exercise. Journal of Applied Physiology.

Eccles, R. (2002). Acute cooling of the body surface and the common cold. Rhinology40(3), 109-114.

Eccles, R. (2002). An explanation for the seasonality of acute upper respiratory tract viral infections. Acta oto-laryngologica122(2), 183-191.

Foxman, E. F., Storer, J. A., Fitzgerald, M. E., Wasik, B. R., Hou, L., Zhao, H., ... & Iwasaki, A. (2015). Temperature-dependent innate defense against the common cold virus limits viral replication at warm temperature in mouse airway cells. Proceedings of the National Academy of Sciences112(3), 827-832.

Lorber, B. (1996). The common cold. Journal of general internal medicine11(4), 229-236.

Lowen, A. C., Mubareka, S., Steel, J., & Palese, P. (2007). Influenza virus transmission is dependent on relative humidity and temperature. PLoS pathogens3(10), e151.

Mäkinen, T. M., Juvonen, R., Jokelainen, J., Harju, T. H., Peitso, A., Bloigu, A., ... & Hassi, J. (2009). Cold temperature and low humidity are associated with increased occurrence of respiratory tract infections. Respiratory medicine103(3), 456-462.

Martineau, A. R., Jolliffe, D. A., Hooper, R. L., Greenberg, L., Aloia, J. F., Bergman, P., ... & Camargo, C. A. (2017). Vitamin D supplementation to prevent acute respiratory tract infections: systematic review and meta-analysis of individual participant data. bmj356.

Pica, N., & Bouvier, N. M. (2012). Environmental factors affecting the transmission of respiratory viruses. Current opinion in virology2(1), 90-95.

Wat, D. (2004). The common cold: a review of the literature. European Journal of Internal Medicine15(2), 79-88.

κετ